Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Γενναία Ψυχή
  • μέγεθος γραμματοσειράς +

Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2018

 

Γενναία Ψυχή

agiospaisios2

Όταν ήμουν στο στρατό, συχνά το πολυβολείο ήταν γεμάτο νερό, στον ασύρματο οι μπαταρίες ήθελαν αλλαγή, και ήταν πολύ δύσκολο, γιατί ήταν φορτωμένη η γραμμή. Προτιμούσα όμως να κάνω μόνος μου τη δουλειά, για να μην ταλαιπωρηθούν οι άλλοι και χαιρόμουν που το έκανα. Ο διοικητής μου έλεγε: «Είμαι αναπαυμένος και ήσυχος όταν κάνεις εσύ τη δουλειά, αλλά σε λυπάμαι. Πες σε κάποιον άλλον να πάει.» «Όχι, χαίρομαι, κύριε διοικητά», του έλεγα. Στη διλοχία ήταν ακόμη ένας ασυρματιστής, αλλά δεν τον άφηνα στις επιχειρήσεις να κουβαλήσει ούτε την μπαταρία ούτε τον ασύρματο, αν και ήταν βαριά, για να μη βρεθεί σε κίνδυνο. Με παρακαλούσε εκείνος: «Γιατί δεν μου τα δίνεις;» Εσύ έχεις γυναίκα και παιδιά», του έλεγα. Ο Θεός μας φύλαξε και τους δύο, δεν άφησε να σκοτωθεί, ούτε εκείνος ούτε εγώ.

Προτιμότερο είναι για έναν ευαίσθητο άνθρωπο να σκοτωθεί ο ίδιος μια φορά από αγάπη, για να προστατέψει τον πλησίον του, παρά να αμελήσει ή να δειλιάσει και ύστερα να σφάζεται συνέχεια από τη συνείδησή του σ’ όλη του τη ζωή. Μια φορά, στον ανταρτοπόλεμο, τότε με τις επιχειρήσεις, οι αντάρτες μας είχαν αποκλείσει έξω από ένα χωριό και οι στρατιώτες θα έριχναν κλήρο ποιος θα πάει στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπα. Αν πήγαινε κάποιος άπειρος ή απρόσεκτος, μπορεί και να σκοτωνόταν και θα με έτυπτε μετά η συνείδηση. «Καλύτερα, σκέφτηκα, να σκοτωθώ εγώ, παρά να σκοτωθεί ο άλλος και να με σκοτώνει η συνείδησή μου σε όλη μου τη ζωή. Πως θ’ αντέξω μετά; Θα μου λέει η συνείδησή μου, μπορούσες να τον γλιτώσεις, γιατί δεν το γλίτωσες;» «Νήστευα κιόλας και ήμουν νηστικός, τέλος πάντων.» Οπότε μου λέει ο διοικητής: «Και εγώ προτιμώ να πας εσύ που πιάνεις πουλιά στον αέρα, αλλά να τρως, για να έχεις αντοχή.» Πήρα το όπλο και ξεκίνησα. Οι αντάρτες με πέρασαν για δικό τους και με άφησαν να περάσω. Πήγα στο χωριό, ανέβηκα σε ένα διώροφο σπίτι. Μια γριά που ήταν εκεί μου έδωσε εφόδια και γύρισα πίσω στη διλοχία.

Γέροντας Παΐσιος, «Πως θα σώσουμε τα παιδιά μας», σελ. 297-299