Σε κάποια στιγμή όμως ο πατέρας πρόσεξε ότι η Σόφη δεν ήταν εκεί κοντά με τα υπόλοιπα παιδιά. Ανήσυχος τότε άρχισε να ψάχνει, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή της έτρεξε προς την κατεύθυνση που την είχε δει πριν από λίγο να μαζεύει λουλούδια. Η ώρα περνούσε και όλοι μαζί βγήκαν από το αυτοκίνητο και άρχισαν να φωνάζουν. Η μόνη απάντηση όμως ήταν ο αντίλαλος από τις δικές τους τις φωνές, που επέστρεφε.
Ο πατέρας άρχισε να ανησυχεί περισσότερο, γιατί σκέφθηκε ότι ήταν εύκολο ένα κοριτσάκι να χάσει τον προσανατολισμό του, όταν απομακρυνθεί από το δημόσιο δρόμο. Αφού ψάξανε στην γύρω περιοχή για αρκετή ώρα, ο πατέρας ειδοποίησε όλους τους συγγενείς, φίλους και γνωστούς, να έρθουν για να βοηθήσουν στην αναζήτηση της μικρής Σόφης. Σε λίγο τα αυτοκίνητα έφτασαν και οι εθελοντές άρχισαν να «χτενίζουν» τη γύρω περιοχή.
Στο διάστημα όμως αυτό η Σόφη αμέριμνη έτρεχε από θάμνο σε θάμνο για να μαζέψει τα πιο σπάνια λουλούδια που ανακάλυπτε, ώσπου σε κάποια στιγμή κουράστηκε και αποκοιμήθηκε. Όταν σε κάποια στιγμή ξύπνησε, κατάλαβε ότι ήταν εντελώς μόνη και τρομαγμένη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Η φωνούλα της όμως δεν έφτανε πολύ μακριά. Σήκωσε τότε ψηλά τα λουλουδάκια που κρατούσε και με παιδική αφέλεια τους είπε: «Λουλουδάκια μου ωραία, δείξτε μου το δρόμο για το σπίτι». Βέβαια τα λουλούδια δεν μιλούν και έτσι η Σόφη δεν πήρε καμία απάντηση. Σκέφθηκε τότε η Σόφη να μιλήσει σε Αυτόν που έκανε τα λουλούδια. Σήκωσε δακρυσμένη τα μάτια της στον ουρανό και είπε: «Αγαπημένε μου Θεέ, σε παρακαλώ, δείξε μου το δρόμο. Θέλω να βρω τον μπαμπά μου και τα αδελφάκια μου. Σίγουρα θα ανησυχούν για μένα, βοήθησέ με να τους βρω».
Τότε κάτι θαυμαστό συνέβη. Ένα πουλάκι ξεπρόβαλε μέσα από τους θάμνους και μπροστά της φτερούγιζε τρελά, σαν να ήθελε κάτι να της πει. Πηδούσε, τιτιβίζοντας, σαν να την παρακαλούσε να το ακολουθήσει. Η Σόφη σταμάτησε να κλαίει και ξέχασε τους φόβους της. Ασυναίσθητα άρχισε να το ακολουθεί και καθώς αυτό πετούσε χαμηλά και προχωρούσε, η Σόφη σε κάποια στιγμή πρόσεξε ότι βρισκόταν πολύ κοντά στο δημόσιο δρόμο. Τότε ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά της και ο θείος της πετάχτηκε έξω φωνάζοντας: «Σόφη, γλυκιά μου, που εξαφανίστηκες»;
Η Σόφη που τα είχε σχεδόν χαμένα με αφέλεια σήκωσε ψηλά την ανθοδέσμη της. Ύστερα όμως θυμήθηκε το μικρό πουλάκι που έγινε ο οδηγός της. Έψαξε για να το βρει, εκείνο όμως είχε κιόλας πετάξει μακριά για κρυφτεί μέσα στους θάμνους.
Το βράδυ μετά από ολόκληρη αυτή την περιπέτεια ο πατέρας μάζεψε όλα τα παιδιά. «Προσέξτε παιδιά μου, τους είπε. Στον αμαρτωλό κόσμο που ζούμε υπάρχουν πολλά μονοπάτια, που οδηγούν στην καταστροφή. Ο Χριστός μας λέγει: “Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή” και ο Πατέρας Θεός υπόσχεται ότι θα μας φωτίζει και θα μας οδηγεί στον σωστό δρόμο, αρκεί εμείς να έχουμε τα μάτια μας στραμμένα πάντοτε σε Εκείνον».