Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ο Καλός Παππούς
  • μέγεθος γραμματοσειράς +

Μάρτιος - Απρίλιος 2018

 

Ο Καλός ΠαππούςPAPPOYSEGGONIA

Ο Δημήτρης και η Σοφούλα κάθε μέρα με αγωνία περίμεναν εκείνη την ώρα που ο καλός παππούς τους θα τους φώναζε κοντά στην πολυθρόνα του, για να τους πει τις όμορφες ιστορίες του. Τους έλεγε πώς ζούσε όταν ήταν μικρό παιδί κι αυτός, πώς σπούδασε όταν ήταν νέος και πώς δούλευε ταυτόχρονα, για να στηρίζει την οικογένειά του και τα ορφανά αδέλφια του. Προπαντός τους έλεγε πώς έζησε και συνεχίζει να ζει μέσα στις τόσες δυσκολίες μαζί με τον Θεό.

Τους μιλούσε για το τόσο μεγάλο ενδιαφέρον του Θεού για τον άνθρωπο καθημερινά, σε όλη του τη ζωή. Για την αγάπη που έδειξε ο Θεός, στέλνοντας τον Χριστό, το μοναδικό παιδί Του, να σταυρωθεί για τις δικές μας τις αμαρτίες. Τον πόνο που υπέφερε πάνω στο Σταυρό για εμάς. Το αίμα που έχυσε πάνω στο Σταυρό. Το ακάνθινο στεφάνι που φόρεσε.

Ο Δημήτρης και η Σοφούλα, προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί ο Θεός έδειξε τόση αγάπη και αξία για τον άνθρωπο. Έτσι ρώτησαν τον παππού:

Γιατί αξίζουμε τόσο πολύ στα μάτια του Θεού; Δεν έχει ανάγκη από εμάς. Έχει τόσες χιλιάδες αγγέλους που Τον υπηρετούν. Επομένως δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για εμάς τους ανθρώπους.

Έχεις δίκιο Δημήτρη. Δεν θα έπρεπε να μας αγαπάει, ούτε να ενδιαφέρεται για εμάς τους ανθρώπους. Αλλά Εκείνος μας αγαπάει, επειδή ο καθένας από εμάς είναι πολύτιμος γι’ Αυτόν – ο άρρωστος, ο γέρος, ο φτωχός, το κάθε αγόρι και κορίτσι – δεν έχει σημασία πόσο κακοί ή πόσο καλοί είμαστε. Ο Θεός μάς αγαπάει χωρίς να το αξίζουμε. Όλος ο κόσμος και οι ουρανοί είναι δικοί Του, όμως αγαπάει και ενδιαφέρεται ξεχωριστά για τον καθένα από εμάς. Δεν θέλει κανένας μας να χαθεί.

Καθώς άκουγαν ο Δημήτρης και η Σοφούλα τα λόγια του παππού, σιγά – σιγά κατάλαβαν την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Γονάτισαν, με τη βοήθεια του παππού, και ζήτησαν ο Χριστός να έρθει μέσα στην καρδιά τους. Έτσι έγιναν κι αυτοί παιδιά του Θεού.

«Σε όσους Τον δέχτηκαν και πίστεψαν σ’ Αυτόν,
έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού»
(Ιωάννης 1:12).