Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2014
“Γιατί δεν υπάρχει τίποτε, πραγματικά τίποτε, που να μπορεί να μας συγκρατεί και να μας διαφυλάσσει τόσο, όσο η ταπεινοφροσύνη και το να είμαστε μετριόφρονες και συνεσταλμένοι και να μη σχηματίζουμε ποτέ καμμιά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας; Αυτό το πράγμα γνωρίζοντας καλά και ο Χριστός και αρχίζοντας την πνευματική εκείνη διδασκαλία, άρχισε πρώτα την παραίνεση από την ταπεινοφροσύνη, και όταν άνοιξε το στόμα Του, αυτόν τον νόμο παρουσίασε πρώτα, λέγοντας “μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι” (Ματθ. ε΄ 3).
Όπως λοιπόν όταν πρόκειται κάποιος να χτίσει ένα μεγάλο και επιβλητικό σπίτι, βάζει και ανάλογο θεμέλιο, ώστε να μπορέσει να βαστάξει το προστιθέμενο αργότερα βάρος, έτσι ακριβώς και ο Χριστός, βάζει πρώτα σαν θεμέλιο την παραίνεση της ταπεινοφροσύνης, επειδή γνώριζε πως όταν αυτή ριζώσει στις ψυχές των ακροατών, όλα τα άλλα μέρη της αρετής μπορούν να χτίζονται με ασφάλεια. Όπως λοιπόν όταν αυτή απουσιάζει και αν ακόμη κατορθώσει να αποκτήσει κάποιος όλες τις υπόλοιπες αρετές, κοπίασε άσκοπα και μάταια και άχρηστα, σαν εκείνον που έχτισε το σπίτι του επάνω στη άμμο, ο οποίος βέβαια υπέμεινε τον κόπο, αλλά δε χάρηκε το κέρδος, γιατί δεν έβαλε σταθερό θεμέλιο, έτσι και αυτός που χωρίς ταπεινοφροσύνη επιδιώκει οποιοδήποτε αγαθό, τα έχασε και τα κατέστρεψε όλα.
Και λέγοντας ταπεινοφροσύνη δεν εννοώ την ταπεινοφροσύνη που βρίσκεται στα λόγια, αλλά την ταπεινοφροσύνη που βρίσκεται μέσα στο νου, που προέρχεται από την ψυχή, που βρίσκεται μέσα στη συνείδηση, που μόνον ο Θεός μπορεί να τη βλέπει. Φθάνει αυτή η αρετή, ακόμα και όταν παρουσιάζεται μόνη της πολλές φορές, να εξιλεωθεί ο άνθρωπος μπροστά στον Θεό. Και αυτό το φανέρωσε ο τελώνης. Γιατί αυτός, παρ’ όλο που δεν είχε κανένα αγαθό και δεν μπορούσε να παρουσιασθεί από τα κατορθώματά του, λέγοντας μόνο “ελέησόν με τον αμαρτωλό”, κατέβηκε από το ναό δικαιωμένος, παρά ο φαρισαίος. Γιατί ταπεινοφροσύνη είναι όταν κάποιος, αν και αναγνωρίζει στον εαυτό του μεγάλη αξία, δε φαντάζεται για τον εαυτό του τίποτε μεγάλο. Αν όμως εκείνος που δεν αναγνώριζε στον εαυτό του κανένα αγαθό, απέσπασε τόση εύνοια από το Θεό επειδή ομολόγησε αυτό ακριβώς που ήταν, πόση παρρησία θ’ απολαύσουν αυτοί που μπορούν να πουν τα πολλά τους κατορθώματα, αλλά όλα τα ξεχνούν και συγκαταλέγουν τον εαυτό τους ανάμεσα στους τελευταίους; Έτσι ακριβώς έκαμε και ο Παύλος. Γιατί, αν και ήταν πρώτος απ’ όλους τους δικαίους, έλεγε ότι αυτός ήταν πρώτος από τους αμαρτωλούς (Α΄ Τιμ. α΄ 15) και όχι μόνο το έλεγε, αλλά το είχε πιστέψει. Επειδή από το δάσκαλό του διδάχθηκε πως όταν τα κάνουμε όλα, πρέπει να ονομάζουμε τους εαυτούς μας άχρηστους δούλους (Λουκ. ιζ΄ 10).