Το μίσος γεννάται ή από ζήλεια - ο Κάιν π.χ. είχε ζήλεια κατά του αδελφού του Άβελ, του ζήλευε την επιτυχία και γι’ αυτό τον εμίσησε και «απέκτεινε αυτόν» (Γεν. 4:8) – ή από τις αδικίες που κάνουν οι άνθρωποι ο ένας εις βάρος του άλλου. Δηλαδή, οι άνθρωποι οργίζονται και τρέφουν μίσος εναντίον εκείνου που τους αδίκησε και θέλουν να εκδικηθούν την αδικία, ανταποδίδοντάς του κακό αντί κακού.
Είναι άθλιο και ανόητο το αμάρτημα του μίσους. Τα άλλα αμαρτήματα, επί τέλους, δίνουν κάποια ευχαρίστηση στον αμαρτάνοντα: Ο κλέπτης κλέβει για ν’ αποκτήσει ό,τι επιθυμεί η ψυχή του, ο άσωτος ασωτεύει για να ικανοποιήσει τη σάρκα του, αλλ’ αυτός που μισεί, δεν έχει τίποτε απ’ αυτά. Αμαρτάνει και αυτοβασανίζεται, παρανομεί και φθείρεται, εκδικείται και ο ίδιος υποφέρει από την εκδίκηση. Το μίσος του είναι η τιμωρία και ο βασανισμός του.
Αν ήταν δυνατόν να κοίταζε κανείς την καρδιά του ανθρώπου που μισεί, δεν θα έβλεπε τίποτε άλλο παρά τα ίδια τα βασανιστήρια του Άδη. Έτσι εξηγείται γιατί οι άνθρωποι του μίσους σκοτεινιάζουν και μαραζώνουν. Το μίσος σαν δηλητήριο κατατρώγει την σάρκα τους.
Αχ, θηριώδες πάθος! Φοβερό και ολέθριο και γι’ αυτόν που το τρέφει στην καρδιά του και για εκείνον εναντίον του οποίου εκτοξεύεται. Αν δεν κοπεί μόλις φυτρώσει, θα φέρει μεγάλη καταστροφή, όχι μικρότερη από τη φωτιά, που, όταν φουντώσει, κατακαίει σπίτια. Αν δεν εξαφανισθεί ενωρίς, απλώνεται συνεχώς σαν την φωτιά στα ξερά ξύλα, καθώς σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος.
«Πορεία προς τον ουρανό», Τύχωνος του Ζαντόσκ, σελ 102, 103