Η διαμόρφωση της σύγχρονης δυναμικής και πολυδιάστατης κοινωνίας είναι τέτοια, ώστε να κάνει τη ζωή μας δύσκολη και εξαντλητική. Η εποχή μας έχει χαρακτηρισθεί ως η εποχή της ανησυχίας και του άγχους. Ο άνθρωπος φοβάται και δεν ξέρει πολλές φορές γιατί και από τι φοβάται. Ανησυχεί και δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί και από τι ανησυχεί. Οι πιέσεις που δέχεται καθημερινά από την εργασία του, από το σπίτι του, από την κοινωνία, μαζί με την ακρίβεια, την αδικία και την εκμετάλλευση, κάνουν τη ζωή του αφόρητη. Η οικονομική κρίση, από την άλλη πλευρά και οι κίνδυνοι για μια ολοκληρωτική καταστροφή του πλανήτη μας έχουν αρνητική και καταστρεπτική συνέπεια στη σωματική και ψυχική του υγεία.
Μέσα σ’ αυτό το σύγχρονο και συνέχεια επεκτεινόμενο χάος, ο άνθρωπος ψάχνει να βρει ψυχική γαλήνη και ξεκούραση, μαζεύοντας υλικά αγαθά, διασκεδάζοντας, ξοδεύοντας τον ελεύθερο χρόνο του σε κάποιο χόμπι, ή βρίσκοντας μια ακόμα εργασία για να τα βγάλει πέρα, αλλά και για να ξεχνά την πραγματικότητα. Παρόλα αυτά, όταν βρίσκεται μόνος του, διαπιστώνει ότι όσο περνούν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια, γίνεται ακόμα πιό ανήσυχος, πιό αγχώδης και δυστυχισμένος. Ποιός, λοιπόν, και τι θα γεμίσει το μεγάλο κενό; Ποιός θα τον ξεκουράσει και θα του δώσει λίγη χαρά;
Στο πρώτο σε αξία και μεγάλο σε περιεχόμενο αυτό ερώτημα του σύγχρονου κουρασμένου ανθρώπου, έρχεται να απαντήσει ο ίδιος ο Θεός, προσφέροντας στον άνθρωπο μια ζωή που, όχι μόνο τον ελευθερώνει από τις πιέσεις και τα άγχη της καθημερινής του ζωής, αλλά και του δίνει τη μεγάλη ευκαιρία να ζήσει μια νέα άφθονη ζωή. Μια ζωή όμορφη, ξεκούραστη, ελεύθερη από άγχη και ψυχικά βάρη, μια ζωή που βρίσκεται έξω από αυτόν, στον ίδιο τον Θεό, που μπορεί και θέλει να προσφέρει στον άνθρωπο όλα εκείνα τα εσωτερικά αγαθά που τον γεμίζουν και τον ικανοποιούν.
Τα αγαθά αυτά ο Λόγος του Θεού μας τα περιγράφει ως εξής: «Μάτι δεν είδε κι’ ούτε τα άκουσε αυτί, κι ούτε που τα ’βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν» (Α΄ Κορινθ. 2:9). Στο στίχο αυτό, ο Θεός μάς τονίζει δύο σημεία. Πρώτον, μας λέει ότι είναι αδύνατο στον άνθρωπο να συλλάβει και να περιγράψει πόσο υπέροχα είναι αυτά που ο Θεός δίνει. Και δεύτερον, τα υπέροχα αυτά τα δίνει σ’ αυτούς που Τον αγαπούν, σ’ αυτούς που Τον έχουν ζητήσει και Τον έχουν δεχτεί Σωτήρα στη ζωή τους. Ο Θεάνθρωπος την αλήθεια αυτή την παρουσιάζει χρησιμοποιώντας το θετικό λόγο. «Ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι κι εγώ θα σας ξεκουράσω» (Ματθ. 11:28). Όποιος θέλει να αποκτήσει μια ζωή εσωτερικής ανάπαυσης και γαλήνης, δεν έχει παρά να τη ζητήσει, όπως τη ζήτησε ο Τελώνης λέγοντας: «Θεέ, ελέησέ με τον αμαρτωλό», και όπως τη ζήτησε ο άσωτος γιος λέγοντας: «Πατέρα, αμάρτησα κατά του ουρανού και ενώπιόν Σου και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί Σου» (Λουκ. 15:21). Ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους, βλέποντας στην ταπείνωσή τους, και τους έκανε δυο ευτυχισμένους και καινούργιους ανθρώπους.