Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2013
Αργά αργά, ο ήλιος έκλινε προς τον ορίζοντα…. Σε λίγο θα κτυπούσε η καμπάνα την ώρα της εκτέλεσης του κατάδικου. Ο δήμιος θα εκτελούσε το απαίσιο έργο του.
Η μνηστή του καταδίκου είχε κάμει το παν για να του δοθεί χάρη, αλλά άδικα. Αποφασίζει τότε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια. Ανεβαίνει πάνω στο κωδωνοστάσιο και περιμένει κι αυτή να φθάσει η ώρα της εκτέλεσης. Όπως συνέβαινε κάθε μέρα, ο γέροντας ιερομόναχος πηγαίνει και τραβά το σχοινί. Είναι όμως τόσο κουφός ώστε δεν αντιλαμβάνεται ότι η καμπάνα δεν κτυπά!
Εκεί επάνω, η κόρη εκείνη ήταν πιασμένη με όλες της τις δυνάμεις από το σήμαντρο της καμπάνας και στο κάθε κτύπημα το σήμαντρο την πλήγωνε. Αλλά υπόμενε τον πόνο και, όταν ο ιερομόναχος απομακρύνθηκε, κατέβηκε με δυσκολία και πήγε στον τόπο της εκτέλεσης.
Εκεί περίμεναν όλοι, έκπληκτοι γιατί δεν είχε σημάνει η καμπάνα! Έπεσε τότε στα πόδια του άρχοντα, ο οποίος συγκινημένος από την αγάπη της, απένειμε χάρη στον κατάδικο.
Η ανθρώπινη αγάπη, όσο κι αν είναι θαυμαστή, δεν αποτελεί παρά μια αμυδρή εικόνα της αγάπης του Θεού, της άπειρης, της ανεξιχνίαστης και ανέκφραστης.
Γιατί ήρθε επάνω στη γη «ο άνθρωπος των θλίψεων»; Γιατί τραυματίστηκε, ταλαιπωρήθηκε και καρφώθηκε στο ξύλο της κατάρας; Για να σώσει τους φίλους του τάχα; Όχι, αλλά για να σώσει τους αμαρτωλούς, τους εχθρούς του!
Εσύ που διαβάζεις την ιστορία, έχεις αφήσει την αγάπη αυτή να «κτυπήσει» τη συνείδησή σου, την καρδιά σου; Είσαι ένας αμαρτωλός, ένας χαμένος, ένας εχθρός του Θεού, για τον οποίον πέθανε ο Χριστός. Ποια απάντηση θα δώσεις προς την άπειρη αυτή αγάπη;
«Ο Θεός φανερώνει την αγάπη του σε μας, διότι ενώ εμείς είμαστε ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για μας» (Ρωμ. 8:8).