Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2013
Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν πνεύμα θυσίας, αλλά ο Αρσένιος – ο Παΐσιος -ήταν άφοβος. Πολλές φορές κινδύνεψε να συλληφθεί αιχμάλωτος και αντίκρισε το θάνατο από πολύ κοντά.
Κάποτε επρόκειτο να ρίξουν κλήρο για το ποιος θα πάει στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπε ο Αρσένιος. Τον είδαν οι αντάρτες, αλλά τον πέρασαν για δικό τους. Πήρε τα εφόδια και γύρισε πίσω. Όταν έβαζαν κάποιον να κάνει επικίνδυνη βάρδια ή περίπολο, τον ρωτούσε ο Αρσένιος:
«Τι οικογένεια έχεις»; Αν του έλεγε, «είμαι παντρεμένος, έχω και παιδί» έλεγε, «καλά». Πήγαινε στο υπασπιστήριο, τον άλλαζε και πήγαινε αυτός στην θέση του.
Τον άλλο ασυρματιστή δεν τον άφηνε να κουβαλά ούτε τον ασύρματο ούτε τη μπαταρία, για να είναι ελεύθερος σε περίπτωση κινδύνου να τρέξει και να σωθεί.
«Σε μια μάχη» διηγήθηκε, «είχα σκάψει μια μικρή λακκούβα. Έρχεται ένας και μου λέει: “Να μπω και εγώ”; Στριμώχτηκα και με δυσκολία χωρέσαμε. Έρχεται και άλλος. Τον άφησα και αυτόν και εγώ βγήκα έξω. Ε, μια στιγμή με παίρνει ένα βλήμα ξυστά στο κεφάλι. Δεν είχα κράνος, φορούσα μόνο κουκούλα. Πιάνω με το χέρι μου το κεφάλι, δεν βλέπω αίματα. Το ξαναπιάνω τίποτα. Το βλήμα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι μου και είχε ξυρίσει μόνο τα μαλλιά και έκανε μια γραμμή έξι πόντους φάρδος χωρίς μαλλιά και ούτε γρατζουνιά δεν άφησε. Το είχα κάνει με την καρδιά μου.
Καλύτερα, είπα, να σκοτωθώ μια φορά εγώ, παρά να σκοτωθεί ο άλλος και μετά να με σκοτώνει η συνείδησή μου σε όλη μου την ζωή.
Πώς να αντέξω μετά, όταν θα σκέφτομαι ότι μπορούσα να τον σώσω και δεν τον έσωσα; Και ο Θεός φυσικά βοηθά πολύ αυτόν που θυσιάζεται για τους άλλους». (Ο Γέροντας Παΐσιος, σελ. 49,50)