Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2014
Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Έκανα έρανο μεταξύ των στρατιωτών και αγόρασα καντήλια και μανουάλια για κάποιο εξωκκλήσι του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί κοντά είχε καταυλισμό η διλοχία μας.
Ήρθαν χειμώνα καιρό οι μεταγωγικοί (χωρικοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά) με τα ζώα και μας έφεραν προμήθειες. Επειδή χάλασε ο καιρός και άρχισε να χιονίζει, κάθισαν να διανυκτερεύσουν σε πρόχειρες ελάτινες σκηνές.
Κάποιος ανθυπολοχαγός, κτηνώδης, ενοχλούσε μια νέα. Εκείνη η καημένη προτίμησε να πεθάνει παρά να αμαρτήσει. Έφυγε και την ακολούθησε και μια ηλικιωμένη. Βάδιζαν μέσα στα χιόνια και βρέθηκαν στο εξωκκλήσι, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Έμειναν έξω, κάτω από το υπόστεγο, τρέμοντας από το κρύο.
Την ίδια νύχτα μου ήρθε ξαφνικά ενας επίμονος λογισμός να πάω στο εξωκκλήσι να ανάψω τα καντήλια. Το χιόνι είχε φθάσει τα ογδόντα εκατοστά περίπου. Πήγα και, χωρίς να γνωρίζω τι προηγήθηκε, βρήκα έξω από το εξωκκλήσι τις δύο γυναίκες μελανιασμένες από το κρύο. Τους έδωσα από ένα γάντι, άνοιξα την πόρτα, μπήκαν μέσα και, αφού συνήλθαν κάπως, διηγήθηκαν τα σχετικά. «Εγώ», είπε η νέα, «έκανα ότι μπορούσα. Από ’κει και πέρα, ας κάνει και ο Θεός τα υπόλοιπα».
Τις συμπόνεσα τις καημένες και αυθόρμητα τους είπα: «Τελείωσαν τα βάσανά σας. Αύριο θα πάτε στα σπίτια σας», όπως και συνέβη.
Ο ανθυπολοχαγός, όταν έμαθε ότι ο Αρσένιος τις βοήθησε και σώθηκαν, ίσως για να καλύψει την ενοχή του, διέδιδε συκοφαντικά ότι ο Εζνεπίδης (ο γ. Παΐσιος) έβαλε στην Εκκλησία τους μεταγωγικούς με τα μουλάρια. Τον κάλεσε ο διοικητής σε απολογία. «Τόσο ασυνείδητος είμαι, διοικητά, να βάλω τους μεταγωγικούς με τα μουλάρια μέσα στην Εκκλησία;» είπε. Όμως δεν φανέρωσε την υπόθεση του ένοχου ανθυπολοχαγού, απολογήθηκε μόνο επειδή τον κατηγόρησαν για καταφρόνηση του οίκου του Θεού». (Ο Γέροντας Παΐσιος, σελ. 50, 51)