Μάιος - Ιούνιος 2016
Ο Αββάς Μακάριος, γυρίζοντας μια μέρα στη σκήτη του, βρήκε κάποιον που έκλεβε τα πράγματά του και που τα φόρτωνε σ’ ένα μουλάρι που βαστούσε μαζί του. Και τότες, έτρεξε να του συμπαρασταθεί σαν να μην ήτανε δικά του. Και σαν να ’τανε ξένος κι αδιάφορος, τον εβοηθούσε να φορτώσει στο ζώο και τα υπόλοιπα. Και ύστερα, ήσυχα-ήσυχα, τον συνόβγαλεν ως την εξώπορτα και του είπε:
«Τίποτα, παιδί μου, δεν είχαμε μαζί μας όταν ήλθαμε στον κόσμο και τίποτα δεν θα πάρουμε μαζί μας, όταν θα φύγουμε. Ο Κύριος μου τα ’δωκεν αυτά και με το θέλημά Του έγινε αυτό που έγινε. Ας είναι τρισευλογημένο το όνομά Του για όλα».
Άλλη μια φορά πάλι, την ώρα που έλειπεν από τη σκήτη του, μπήκε σ’ αυτή κάποιος κλέφτης. Και γυρίζοντας ο Γέροντας ξαφνικά, τον έπιασε που έπαιρνε τη φτωχική του οικοσκευή και την εφόρτωνε στην καμήλα του.
Έτρεξε λοιπόν κι αυτός στο κελί του, και παίρνοντας τα υπόλοιπα από τα πράγματά του, τα παράδινε στον κλέφτη, για να τα φορτώσει κι αυτά στην καμήλα του. Αφού λοιπόν ο κλέφτης τα εγομάριασεν όλα, άρχισε να κτυπά την καμήλα του, για να σηκωθεί και να φύγουνε, αυτή όμως δεν εσηκωνότανε, με κανένα τρόπο.
Όταν λοιπόν το είδεν αυτό ο αββάς Μακάριος, μπήκε γρήγορα στο κελλί του και παίρνοντας ένα μικρό σκαλίδι που είχε υπομείνει, το φόρτωσε κι αυτό επάνω στην καμήλα λέγοντας: Αυτό, αδελφέ μου, θέλει η καμήλα και γι’ αυτό δεν σηκώνεται. Και κτυπώντας την λίγο με το πόδι του, της είπε: «Σήκω επάνω».
Κι αυτή αμέσως εσηκώθηκε. Κι αφού προχώρησε λιγάκι, πάλι ξανακάθησε. Και με κανένα τρόπο δεν ξανασηκώθηκε, παρά αφού πρώτα την εξεφόρτωσε από τα πράγματα, που την είχαν φορτώσει. Κι ο κλέφτης καταντροπιάσθηκε, κι έφυγε, χωρίς να πάρει τίποτα μαζί του.