Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2012
Ναυάγια συμβαίνουν συχνά το χειμώνα, όταν ανεμοστρόβιλοι και τυφώνες σηκώνουν πελώρια, άγρια κύματα. Κάποια νύχτα, ένα καράβι βουλιάζει. Όλοι σχεδόν πνίγονται. Ένα παλικάρι εικοσάχρονο απροσδόκητα βρίσκεται πάνω σ’ ένα βράχο. Αρπάζει με τα δύο χέρια του ένα κομμάτι, μια προεξοχή βράχου. Ο αέρας ουρλιάζει, βρυχιούνται τα κύματα που τον κουκουλώνουν και απειλούν να τον στείλουν στα Τάρταρα. Εκείνος σφίγγει γερά το βράχο. Όλη τη νύχτα τα χέρια του σαν τανάλιες, κρατούν γερά το βράχο. Το πρωί έρχονται ναυαγοσωστικά πλοιάρια και ερευνούν προσεκτικά την περιοχή του ναυαγίου. Κάποιος με τα κιάλια ανακαλύπτει το γαντζωμένο στο βράχο νεαρό. Σε λίγο βρίσκεται σώος στο πλοίο. Κάνει το σταυρό του, δοξολογεί τον Θεό για τη σωτηρία του. Ένας ναύτης τον ρωτά.
- Νεαρέ δεν έτρεμες όλη τη νύχτα;
- Φυσικά!
- Και πώς άντεξες;
- Εγώ έτρεμα, αλλά ο βράχος δεν έτρεμε! Δεν βούλιαζε! Δεν χανόταν!
Όταν θλίψεις, σαν φουρτούνες, σε κουκουλώνουν, κράτα γερά το βράχο της πίστεως, τον Χριστό.
Συντροφιά με τον Χριστό λαχτάρησα να ζήσω, ώσπου να φτάσει η στερνή στιγμή να ξεψυχήσω!
Λέγε σταθερά, ασταμάτητα την ευχούλα «Κύριε Ιησού, Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό»!
(«Σ’ ευχαριστώ για τον πόνο», Θ. Κ. Βγόντζας, σελ. 138)