Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2015
Ο νυν μοναχός Αρσένιος, από την Κέρκυρα και τότε κ. Παντελής Τζέκος, συστρατιώτης του Γέροντα Παϊσίου, διηγείται:
«Στη Ναύπακτο, ενώ έπαιρνα ένα σήμα από την Πάτρα, με πλησιάζει ο Αρσένιος και μου λέει:
- Ξέρεις; Είμαστε αδέλφια.
- Από πού είμαστε αδέλφια;
Μου προτείνει τα δύο χοντρά δάχτυλα και μου λέει:
- Έχουμε τα ίδια δάχτυλα, όμοια τα δικά σου και τα δικά μου, γι’ αυτό είμαστε αδέλφια».
Ενώθηκαν με αδελφική φιλία και κάποτε ο Αρσένιος με κίνδυνο της ζωής του τον έσωσε.
Η διήγηση είναι αυτούσια του κ. Παντελή, μόνο που διακόπτεται από λυγμούς και άφθονα δάκρυα συγκινήσεως και ευγνωμοσύνης για τον φίλο και σωτήρα του:
«Κοντά στη Ναύπακτο κάναμε μια μάχη. Εκεί που υποχωρούσαμε, διότι είχαν περισσότερες δυνάμεις οι αντάρτες, σε κάποια στιγμή έπεσα και χτύπησα γιατί είχα ένα βαρύ ασύρματο στην πλάτη. Όταν έφθασαν οι στρατιώτες στη γραμμή που είχαν οριοθετήσει οι αξιωματικοί μας, είδε ο Αρσένιος ότι έλειπα. Βγάζει τον ασύρματό του και τρέχει. Του φώναζαν οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες: «Ασ’ τον αυτόν. Πάει αυτός, χάθηκε!». Ήρθε κοντά μου, όπως μου είπαν μετά οι άλλοι, με σήκωσε, με έβαλε στην πλάτη του και με πήρε στις γραμμές πίσω. Όταν συνήλθα, άκουσα να του λέγει ο λοχαγός Βουδούρης: «Εσύ κάποιον Άγιο έχεις και σε βοήθησε και βοήθησες και τούτον εδώ». Ρώτησα: «Τι έγινε παιδιά»; Και μου εξήγησαν. Εκεί που έπεσα ήταν εκατό μέτρα από την γραμμή των ανταρτών και διακόσια από την γραμμή την δική μας».
(Ο Γέροντας Παΐσιος, σελ. 52, 53)