Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2013
Ο Γιάννης και ο Θωμάς ήταν καλοί φίλοι. Κάνανε πολλά πράγματα μαζί και καμιά φορά ο ένας παρέσυρε τον άλλο σε διάφορες ζαβολιές. Μια μέρα τα παιδιά πήγαν στον τσαγκάρη, γιατί ο Γιάννης χρειαζόταν καινούργιες σόλες στα παπούτσια του. Καθώς όμως επέστρεφαν ο Θωμάς είπε στο Γιάννη… τι ανακάλυψε:
- Είδα μια ροδακινιά στην πίσω αυλή του τσαγκάρη. Είναι φορτωμένη με ώριμα γλυκά ροδάκινα. Τι λες, πάμε να κάνουμε κρούση;
-Δεν το βρίσκω σωστό να κλέψουμε τα ροδάκινα του κυρ-Πέτρου, απάντησε ο Γιάννης, που το στόμα του γέμισε σάλιο από τη λιγούρα.
-Δεν θα πάρουμε πολλά, μόνο όσα φτάνουν για να φάμε οι δυο μας. Έχω ένα καλαθάκι και όταν βραδιάσει θα το γεμίσουμε, του πρότεινε ο Θωμάς.
-Εάν όμως μας πιάσουν; ρώτησε ο Γιάννης.
-Είσαι ένας φοβητσιάρης. Θα σου πω εγώ τον τρόπο που δε θα μας πιάσουν, επέμεινε ο Θωμάς.
Ο πειρασμός ήταν πολύ γλυκός και έτσι ο Γιάννης δε μπόρεσε να αντισταθεί. Έτσι, όταν σκοτείνιασε, τα δυο παιδιά σύρθηκαν ανάμεσα στις καλαμιές και πλησίασαν το δένδρο. Ο Γιάννης κρατούσε το καλαθάκι, καθώς ο Θωμάς έριχνε τα ροδάκινα και, όταν το γέμισαν, απομακρύνθηκαν αθόρυβα και προσεκτικά.
Παρόλο όμως που κανένας δεν τους είδε, ο Γιάννης ένιωθε ενοχή και σε κάποια στιγμή λέει στο Θωμά: «Είμαστε κλέφτες το ξέρεις»;
- Αφού κανένας δε μας είδε, είπε ψιθυριστά ο Θωμάς.
- Αυτό δεν μας δικαιολογεί, εμείς ξέρουμε ότι είμαστε κλέφτες, απάντησε ο Γιάννης.
- Εντάξει, τι θα κάνεις τώρα, είπε ο Θωμάς αρκετά θυμωμένος.
- Θα επιστρέψω τη δική μου τη μερίδα αύριο το πρωί στον κυρ-Πέτρο και θα του ζητήσω συγνώμη, απάντησε ο Γιάννης.
Ο Θωμάς δεν άλλαξε την απόφασή του, ο Γιάννης όμως την επόμενη μέρα πήγε στο τσαγκαράδικο με μια σακούλα γεμάτη κάτω από τη μασχάλη του.
- Γεια σου, νεαρέ μου, είπε ο κυρ-Πέτρος, χαμογελαστός, πως μπορώ να σε βοηθήσω;
- Έχω εδώ μερικά…. είπε ο Γιάννης και κόμπιασε.
- Ναι το ξέρω, απάντησε ο κυρ-Πέτρος, με το ίδιο χαμόγελο. Που είναι όμως ο φίλος σου ο Θωμάς; Ο Γιάννης έμεινε τότε με το στόμα ανοιχτό.
- Δηλαδή μας είδατε, ρώτησε.
Ο κυρ-Πέτρος τότε πήγε μαζί με το Γιάννη στη ροδακινιά, έσκυψε κάτω και του έδειξε κάποιες πατημασιές που έμειναν πάνω στο μαλακό χώμα.
- Απλά σύγκρινα αυτές τις πατημασιές με τις καινούργιες σόλες που σου έβαλα χθες και με τις σόλες του Θωμά, που τις έβαλα πριν από λίγες μέρες. Οι σόλες λοιπόν σας μαρτύρησαν. Χαίρομαι όμως που ήρθες. Μπορείς όμως να φωνάξεις και το Θωμά; Θέλω κάτι να σας πω, είπε ο κυρ-Πέτρος, κλείνοντάς του το μάτι.
Ο Γιάννης δε δυσκολεύτηκε να βρει το Θωμά και σε λίγο, αρκετά ντροπιασμένοι, οι δυο φίλοι κάθισαν να ακούσουν τον κυρ-Πέτρο.
-Παιδιά μου, η δουλειά του διαβόλου είναι να παγιδεύει τους ανθρώπους. Παρουσιάζει λοιπόν την αμαρτία δελεαστική και ωραία, γι αυτό πρέπει από τώρα να προσέξετε. Η Αγία Γραφή ξεκαθαρίζει ότι «όλοι αμάρτησαν και βρίσκονται μακριά από τον Θεό» (Ρωμαίους 2:23). Ο διάβολος όμως μας καθησυχάζει και μας ψιθυρίζει: «Δεν είσαι τόσο κακός, προσπάθησε και θα τα καταφέρεις». Ο Θεός όμως που ξέρει ότι μόνοι δε μπορούμε, έστειλε το Γιό Του, τον Ιησού Χριστό, να πάρει Εκείνος τη δική μας ενοχή. Εκείνος με το θάνατο και την ανάστασή Του μας άνοιξε ένα καινούργιο δρόμο για τον ουρανό. Με τα λόγια Του μας βεβαιώνει: «Εγώ είμαι ο δρόμος, η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν πάει κοντά στον Πατέρα, παρά μόνο αν περάσει από μένα» (Ιωάννης 14:46).
Ο κυρ-Πέτρος κοίταξε με καλοσύνη τα δυο παιδιά και πρόσθεσε: «Μόνοι σας θα πρέπει να διαλέξετε το δρόμο της ζωής σας». Ένας όμως ύμνος λέει ότι του Θεού ο δρόμος είναι ο πιο καλός. Εύχομαι λοιπόν και προσεύχομαι να διαλέξετε αυτόν το δρόμο, γιατί έχει ένα χαρούμενο και ένδοξο τέρμα: Τον ουρανό!