Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2015
Το σπίτι στο δάσος ήταν πολύ βρώμικο. Αράχνες κρέμονταν παντού. Τα τζάμια ήταν σε πολλές μεριές σπασμένα. Το πάτωμα ήταν σκεπασμένο από κουρέλια και σκουπίδια.
Σ’ αυτό το βρώμικο σπίτι του δάσους, όμως, ζούσε ένα αγόρι. Κανένας δεν ενδιαφερόταν να μάθει πώς ζούσε, τι έτρωγε, αν είχε ρούχα να ντυθεί, αν ήταν άρρωστο. Ζούσε μόνος, κουρελής, βρώμικος και εγκαταλειμμένος.
Ένα βράδυ στη βαρυχειμωνιά, το αγόρι εκείνο έστρωσε τα κουρέλια για σκεπάσματα, κούρνιασε σε μια γωνιά και κοιμήθηκε. Ονειρεύτηκε, μάλιστα, ότι άκουσε ένα απαλό χτύπο στην πόρτα.
– Ποιος είναι; ρώτησε το αγόρι και περίμενε να ακούσει απάντηση.
– Άνοιξέ μου την πόρτα. Θέλω να μπω μέσα, απάντησε κάποιος με γλυκιά φωνή.
– Μα ποιος είστε; Δεν σας ξέρω, απάντησε το αγόρι.
– Θέλω να γίνω φίλος σου. Άκουσα ότι είσαι μόνος, είπε ο ξένος με καλοσύνη.
– Ναι. Ο πατέρας μου είναι στη φυλακή και η μητέρα μου με εγκατέλειψε. Είμαι μόνος. Πολύ μόνος και θα ήθελα κάποιον φίλο, σκέφτηκε το αγόρι και προχώρησε προς την πόρτα για να δει τον ξένο. Ο ξένος είπε διακριτικά:
– Αν πραγματικά με θέλεις να έρθω σπίτι σου και να γίνω φίλος σου, πρέπει πρώτα να με αφήσεις να το καθαρίσω. Εγώ δεν μπορώ να έρθω και να μείνω μαζί σου μέσα σε αυτό το βρώμικο σπίτι.
– Αν είναι έτσι, τότε δεν μπορείς να έρθεις μέσα. Εγώ έτσι συνήθισα και μου αρέσει, είπε το αγόρι και του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
Ο ξένος δεν επέμεινε. Όμως καθώς το αγόρι άκουγε τα βήματά του να απομακρύνονται, ένας κόμπος στο λαιμό το έπνιγε. Μετάνιωσε για τη συμπεριφορά του και από τα αναφιλητά του ξύπνησε. Τότε διαπίστωσε ότι ήταν και πάλι μόνος. Πολύ μόνος.
Κοίταξε γύρω του και για πρώτη φορά πρόσεξε όλη τη βρωμιά και την ακαταστασία που υπήρχε. Κοίταξε ακόμη τα χέρια του, τα ρούχα του και σιχάθηκε τον εαυτό του.
Άραγε θα ξανάρθει; Θα ξανάρθει; μονολόγησε το αγόρι θλιμμένα.
Όλη εκείνη τη μέρα το όμορφο όνειρο της προηγούμενης νύχτας τον συντρόφευε. Έτσι ήρθε και πάλι η μελαγχολική νύχτα και έπεσε να κοιμηθεί ψιθυρίζοντας με προσδοκία:
– Θα σε περιμένω καλέ μου φίλε. Καλέ μου φίλε...
Σε λίγο άκουσε βήματα έξω από την πόρτα. Τέντωσε το αφτί του να ακούσει και ..Ναι! Αυτός ήταν. Τον αναγνώρισε από την τρυφερή φωνή του.
– Μπορώ να μπω μέσα; ρώτησε και το αγόρι πετάχτηκε αμέσως όρθιο. Παραμέρισε τα κουρέλια του και του άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Με λαχτάρα άπλωσε τα χέρια του και του είπε:
– Παρακαλώ! Ορίστε, περάστε μέσα! Συγνώμη. Ντρέπομαι για τα χάλια μου και θέλω να έρθεις να καθαρίσεις την κάθε γωνιά του σπιτιού μου. Ο ξένος μπήκε μέσα. Τον αγκάλιασε τρυφερά και του είπε:
– Θα το καθαρίσουμε. Ναι ...θα το καθαρίσουμε μαζί.
Το αγόρι ξύπνησε! Η καρδιά του ήταν γεμάτη χαρά. Δεν αισθανόταν πια μόνος. Ήξερε ότι ο Ιησούς, ο φίλος ο καλός, τον επισκέφτηκε και του καθάρισε την καρδιά.
Παιδιά μου, η ιστορία αυτή παραβολικά διδάσκει μια μεγάλη αλήθεια. Ο Χριστός στέκεται έξω από την πόρτα της καρδιάς μας. Η άγια παρουσία Του φανερώνει τη βρωμιά και την ακαταστασία που υπάρχει στο σπίτι της καρδιάς μας, όπως σκέψεις πονηρές, μνησικακίες, κακές επιθυμίες, ζήλια, εγωισμός, υπερηφάνεια, που κάνουν τη καρδιά μας ένα τόπο βρώμικο και ακατάλληλο για να ζει εκεί μέσα ο Χριστός. Αν θέλουμε τη συντροφιά και τη φιλία του Ιησού Χριστού, πρέπει να Τον αφήσουμε πρώτα να μπει μέσα στην καρδιά μας και να την καθαρίσει. Ο ίδιος λέει: “Δες με, στέκομαι στην πόρτα και χτυπώ. Αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου και μου ανοίξει την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του, και αυτός μαζί μου” (Αποκάλυψη 3:20).