Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2024
Ο Δημήτρης
Στο πέρασμα των πολλών ετών που λειτουργεί η Αδελφότητά μας την έχουν επισκεφθεί πολλοί άνθρωποι, νέοι και μεγαλύτεροι.
Άνθρωποι που ήταν συνειδητοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, άλλοι με τυπική σχέση με την Εκκλησία και άλλοι που δεν είχαν καμία σχέση με την Εκκλησία.
Ένας από τους πολλούς νέους που πέρασαν ήταν και ο Δημήτρης Κ., από τον αναρχικό χώρο. Δεν είχε καμία σχέση με την Εκκλησία και την χριστιανική ζωή, γενικότερα.
Τον πρώτο καιρό που ερχόταν ήταν άπλυτος, δεν άλλαζε ρούχα, δεν φορούσε παπούτσια, αλλά κάποια πέδιλα, χειμώνα-καλοκαίρι. Ήταν όμως ευγενικός, ήρεμος και χαμογελαστός. Τον ιερέα που ήταν στην Αδελφότητα μας δεν μπορούσε να τον αποκαλέσει πατέρα Νικόλαο, αλλά τον αποκαλούσε κυρ-Νίκο.
Παρακολουθούσε όμως με ενδιαφέρον τις ομιλίες που γίνονταν και κάναμε πολύωρες συζητήσεις μαζί του για το πρόσωπο του Χριστού, την Εκκλησία Του και την εν Χριστώ ζωή, γενικότερα.
Σιγά-σιγά άρχισε να μαλακώνει η καρδιά του, να κατανοεί τα μηνύματα του Ευαγγελίου, τον ιερέα να τον προσφωνεί πατέρα Νικόλαε, να συναναστρέφεται με τους αδελφούς. Άρχισε, μάλιστα, να εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα του. Ήταν πλέον καθαρός, περιποιημένος, χαρούμενος, αισιόδοξος,
ευγενικός με όλους. Διέκοψε όλες τις παλαιές συναναστροφές του.
Η μητέρα του ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τον Θεό, άνθρωπος της Εκκλησίας, της πίστης και της προσευχής.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Δημήτρης αρρώστησε πολύ βαριά. Προσβλήθηκε από καρκίνο στο κεφάλι. Οι γιατροί δεν ήταν αισιόδοξοι. Νοσηλεύθηκε αρκετές φορές για μικρά χρονικά διαστήματα. Η κατάσταση της υγείας του όλο και επιδεινωνόταν. Ο ίδιος όμως ήταν χαρούμενος. Δόξαζε τον Θεό. Σαν να χαιρόταν για το πρόβλημά του. Η μητέρα του αντιμετώπιζε το δύσκολο αυτό θέμα με χαρακτηριστική υπομονή και πάντοτε δόξαζε το Θεό.
Την τελευταία φορά που μπήκε στο Νοσοκομείο, η κατάστασή του επιβαρυνόταν καθημερινά. Οι γιατροί είπαν ότι σε λίγες ημέρες θα φύγει.
Η μητέρα του ήταν ήρεμη. Ας γίνει το θέλημα του Θεού, έλεγε, αρκεί να βρεθεί στην αγκαλιά Του, γαλήνια.
Στο Νοσοκομείο τον επισκεπτόμουν αρκετές φορές. Τον επισκέφθηκα και την παραμονή της αναχωρήσεώς του. Έξω από τον θάλαμο ήταν η μητέρα του, ήρεμη, γαλήνια. Την ρώτησα πώς είναι. Μου απάντησε: “Δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να μιλήσεις μαζί του, διότι είναι σε λήθαργο. Φεύγει”.
Πήρα την άδεια και μπήκα στο θάλαμό του. Μαζί του νοσηλεύονταν έξι ή επτά ακόμη ασθενείς, όλοι με καρκίνο. Παρατήρησα τα πρόσωπά τους να είναι κιτρινόμαυρα και απέπνεαν απαισιοδοξία, θλίψη και φόβο. Άσχημη εικόνα.
Προχώρησα στο κρεβάτι του Δημήτρη. Τον είδα με τα μάτια κλειστά, το πρόσωπό του χαρωπό και ρόδινο. Καμία σχέση με εικόνα ετοιμοθάνατου καρκινοπαθή, αλλά ανθρώπου που για κάποιο λόγο είναι χαρούμενος και αισιόδοξος. Συνήλθε για λίγο, με αναγνώρισε, μου έδωσε το χέρι του και μου είπε: «Νίκο, μην στενοχωριέσαι, δεν είμαι μόνος, ήρθε ο Χριστός και μου είπε: Μη φοβάσαι, Εγώ είμαι μαζί σου». Με κοίταξε με χαμόγελο, με αγάπη και με μία ανείπωτη εσωτερική χαρά, με βαθιά ειρήνη και σιγά-σιγά βυθίστηκε πάλι στον λήθαργο.
Ευχαρίστησα τον Θεό για όσα ζούσα εκείνη την ώρα. Συναισθήματα ανάμικτα. Χαρά και συγκίνηση και αγαλλίαση ψυχής, βλέποντας την αναχώρηση του αδελφού μου Δημήτρη, με πόση βεβαιότητα και ειρήνη παρέδιδε το πνεύμα του στον Αρχηγό της Ζωής.
Λίγες ώρες αργότερα αναχώρησε ειρηνικά για να συναντήσει Εκείνον, που με τόσο θαυμαστό τρόπο τον προσκάλεσε μερικά χρόνια νωρίτερα να ζήσει μαζί Του.
Αιωνία η μνήμη του!
Νίκος