Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2020
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Η Σιγή Των Πουλιών
Στην καλύβι του Τιμίου Σταυρού είχε ο Παΐσιος ένα υπαίθριο αρχονταρίκι, όπου κερνούσε λουκουμάκι, δύο - τρία φουντούκια, ξηρά σύκα και νεράκι. Η περιοχή είναι παραδεισένια, αλλά ερημική. Ησυχία αφάνταστη. Κάποια αγριοπούλια απότομα διασχίζουν τον αέρα και ξαφνικά χώνονται σε φυσικές φωλιές. Εδώ ο ερημικός τόπος είναι γεμάτος φωλιές. Φωλιές για πουλιά, φωλιές για ζωάκια, φωλιές για φίδια. Παραδεισένια ησυχία και μοναξιά καλύπτει τα πάντα και στο καλυβάκι επικρατεί υποβλητική φτώχεια. Όλα στενά, όλα μικρά, όλα φτωχά, όλα παλιά. Τίποτε που να αξίζει σ’ αυτόν τον κόσμο. Όλα υπογραμμίζουν την άρνηση του ψέματος και της απάτης.
Η περιοχή έχει και πολλά αηδόνια, τα οποία όταν κελαηδούσαν όλα μαζί, ο θόρυβος που έκαναν δεν επέτρεπε να ακούσουν οι επισκέπτες τα θεόπνευστα λόγια του Γέροντα. Δεν ήταν σπάνιες οι φορές (υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες π.χ. Ιερομόναχος Χριστόδουλος Καπέτας), ότι τότε ο Γέροντας έλεγε επιτακτικά στα αηδόνια να κοπάσουν: «Κοπάστε (δεν είπε σωπάστε) ευλογημένα, αφού βλέπετε, ότι έχω συζήτηση! Όταν τελειώσω εγώ να αρχίσετε εσείς». Αυτόματα τότε τα πουλιά κόπασαν, χωρίς να κινηθούν από τη θέση τους!
Η σιγή των αηδονιών στην εντολή του Γέροντα προκαλούσε έκπληξη στους επισκέπτες, που αδυνατούσαν να αντιληφθούν το μέγεθος της αγιότητάς του. Η αίσθηση που προκαλούσε στους προσκυνητές, στους επισκέπτες, ήταν ότι ήταν άνθρωπος αγγελικών καταστάσεων, αλλά δύσκολα μπορούσαν να ανιχνεύσουν τα ίχνη της υπερβατικότητάς του.
Ο Γέροντας τα έκανε όλα να φαίνονται τόσο εύκολα. Τα έκανε αβίαστα, χωρίς πίεση, χωρίς άγχος. Βίωναν οι επισκέπτες ουράνιες καταστάσεις, αλλά τους φαίνονταν απόλυτα φυσιολογικές. Γεύονταν το μέλι της θεϊκής αλήθειας κοντά του, χωρίς πάντα να το συνειδητοποιούν άμεσα.
Τι αντιπροτείνουμε σ’ αυτόν που έταξε ως σκοπό της ζωής του την εκούσια βία και την άρνηση του ιδίου θελήματος; Να κάνει ότι του αρέσει χωρίς να υπολογίζει τον πλησίον του; Να αποκτήσει πολλά χρήματα, σπίτια, περιουσίες; Να ξεχάσει τον Ιησού Χριστό και να γίνει φίλος της ύλης και των δαιμόνων;
Τι αντιπροτείνουμε σ’ αυτόν που τα κατανοεί όλα ειρηνικά και αδιατάρακτα, που η γλύκα της όψης του είναι κάτι το μοναδικό; Που δεν τον ακουμπούν τα μίση, τα πάθη, αλλά η ακινησία του σώματός του προδίδει ανυπολόγιστη εσωτερική δύναμη, ασύλληπτη ησυχία, απροσμέτρητο βάθος;
Τι αντιπροτείνουμε σ’ αυτόν που αδιάλειπτα προσεύχεται, που ασκείται στην νοερά εργασία και προσευχή; Που δεν γελάει, δεν μιλάει, σιωπά και χάνεται στην απεραντοσύνη της αγάπης Του; Σ’ αυτόν που κρύβεται, που ζει σε χαμηλές καλύβες, σε σπηλιές, σε ασκηταριά που βρίσκονται σε βαθουλώματα του εδάφους, στην έρημο; Σ’ αυτόν που η λογική του μοιάζει με πύραυλο που κατευθύνεται στον θρόνο του Θεού και γεύεται από τώρα τη Θεία Χάρη;
Τι να αντιπροτείνουμε λοιπόν σε έναν Άγιο για να τον πείσουμε ότι σφάλει, ότι πρέπει να ξεχάσει όλα όσα ξέρει και να γίνει σαν και εμάς; Χρήματα, πτυχία, αξιώματα, επισκοπικούς και αρχιερατικούς θρόνους;
(Μιλτιάδης Βιτάλης, «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες Αγ. Παϊσίου, σελ. 147- 149)
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2020
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Η Επίσκεψη του Αγίου Αρσενίου
Ο Άγιος δεχόταν τους ανθρώπους με καλοσύνη και απλότητα. Τους άκουγε προσεκτικά με αφοσίωση και μεγάλη υπομονή. Δε μιλούσε σαν δάσκαλος, αλλά σαν αδελφός. Ήταν τέτοια η ταπείνωσή του, που συνήθως ξεκινούσε τις απαντήσεις του με το «μου λέγει ο λογισμός…» ή με το «νομίζω…». Έβαζε τους επισκέπτες να κάθονται σε ψηλότερο κάθισμα, ενώ δύσκολα επέτρεπε να του φιλήσουν το χέρι.
Είναι εντυπωσιακό αυτό που έλεγε στην Αδελφότητα της Σουρωτής, στις αγιασμένες αυτές υπάρξεις που μονάζουν με πνεύμα μετάνοιας: «Είμαι ένα κονσερβοκούτι που γυαλίζει στο φως του ήλιου και ο κόσμος το θεωρεί χρυσάφι». Έλεγε σε επισκέπτες του, σε μια παρέα νέων παιδιών που τον επισκέφτηκαν κάποτε: «Τι να σας πω βρε παιδιά, τι να σας πω; Τόσα χρόνια αγωνίζομαι να φθάσω στο μηδέν και δεν έφτασα ακόμη».
Στις 21 Φεβρουαρίου του 1971, ο Γέροντας καθόταν στην αυλή της καλύβης του και διάβαζε από το χειρόγραφο τον βίο του Αγίου Αρσενίου, που είχε ο ίδιος γράψει μετά από μεγάλη και ενδελεχή έρευνα που είχε κάνει. Γράφει λοιπόν, ο π. Παΐσιος: «Ήθελε δύο ώρες να βασιλέψει και ενώ διάβαζα, με επισκέφτηκε ο πατήρ Αρσένιος (ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης). Και όπως ο καθηγητής χαϊδεύει τον μαθητή του που έγραψε καλά το μάθημα, το ίδιο μου έκανε και αυτός. Παράλληλα με άφησε με μια ανέκφραστη γλυκύτητα και μία αγαλλίαση ουράνια στην καρδιά μου που ήταν αδύνατον να την αντέξω. Μετά έτρεχα έξω και γύρω από το καλύβι μου…Σαν τρελός, σαν σαλός, τον αναζητούσα, πιστεύοντας ότι θα τον βρω…».
(Μιλτιάδης Βιτάλης, «Μυστικοί, Ασκητικοί, Αγώνες» του Αγ. Παϊσίου, σελ. 142,143)
Ιούλιος - Αύγουστος 2020
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Το «Μέντιουμ» Και Η Φάλαγγα Δαιμόνων
Μία άλλη φορά κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο ο Γέροντας Παΐσιος, είδε κάτι που τον εντυπωσίασε και τον στεναχώρησε. Είδε έναν άντρα παράξενο, περίεργο, φουρτουνιασμένο. Φαινόταν ότι βιαζόταν να μπει στο καλυβάκι του περισσότερο από περιέργεια. Τον ακολουθούσε μία ολόκληρη φάλαγγα δαιμονική, ένα «μαύρο σμήνος». Πρώτη φορά είδε στη ζωή του ο Γέροντας άνθρωπο να εξουσιάζεται, τυφλά να υπακούει σε τόσους δαίμονες!
Επρόκειτο για μέντιουμ που ανακάτευε τις ευχές της Εκκλησίας με δαιμονικές επικλήσεις. Τα είχε κάνει όλα αχταρμά και έβγαζε το άχτι του στα ανυποψίαστα θύματά του.
«Τι ήρθε αυτός να κάνει εδώ;» σκέφτηκε ο Γέροντας αντιλαμβανόμενος ότι ο συγκεκριμένος είχε έρθει, κατόπιν δαιμονικής εντολής, να κάνει τουρισμό στη Μονή Σταυρονικήτα και τα πέριξ.
Λίγο καιρό μετά ένας άλλος μάγος, νεαρός αυτή τη φορά, ο Γιωργάκης από το Θιβέτ επισκέφτηκε τον Γέροντα Παϊσιος και συζητούσε μαζί του έξω από την καλύβα του. Ο δεκαεξάχρονος Γιωργάκης είχε μεγαλώσει στο Θιβέτ και είχε γίνει άσσος στη μαγεία. Τον πόνεσε ο π. Παϊσιος τον νεαρό που ήταν στο έλεος των μαύρων δυνάμεων του σκότους, παρότι ο μικρός επιχείρησε να του κάνει, χωρίς επιτυχία, κακό. Οι δυνάμεις του, αν και δαιμονικές, ήταν ανίκανες να κυριαρχήσουν πάνω στην αγιότητα του Γέροντα. Ο Γιωργάκης δεν είχε καμία διάθεση στην πραγματικότητα να αλλάξει τρόπο και επιλογές ζωής και έτσι ο Παΐσιος σταμάτησε να τον βοηθά. Σεβάστηκε το αυτεξούσιο.
Δεν έχει νόημα να βοηθάς κάποιον που αρνείται, που αντιστέκεται, που αδιαφορεί στις συμβουλές σου.
Έλεγε αργότερα ο Γέροντας: «Περισσότερο απ’ όλα ο δαίμονας, και κυρίως ο διάβολος, δεν θέλει να προσευχόμαστε. Όταν δει κάποιον να προσεύχεται, αν δεν μπορεί να τον εμποδίσει, προσπαθεί τουλάχιστον να παρασύρει τον νου του σε φαντασίες ή σε λογισμούς».
Μιλτιάδης Βιτάλης, «Μυστικοί, Ασκητικοί, Αγώνες» του Αγ. Παϊσίου, σελ. 142, 143
Μάιος - Ιούνιος 2020
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Πάμπτωχος από Υλικά και Ανέσεις,
Πλούσιος από Αρετές και Θεία Χάρη
Στο φτωχικό Καψαλιώτικο Καλυβάκι του Τιμίου Σταυρού, ζούσε ο π. Παΐσιος ο Αγιορείτης. «Εν λάκκω κατωτάτω», με προσευχή αδιάλειπτη, μόνος του με συντροφιά μόνο τον Θεό και τρεφόμενος με τη χάρη Του. Πάμπτωχος από υλικά και ανέσεις, αλλά πλούσιος σε αρετές, έλιωνε τον εαυτό του στην άσκηση και μετάγγιζε παρηγοριά και ελπίδα σε κάθε άνθρωπο. Πάλευε με δαίμονες, με ταγκαλάκια, με τον ίδιο τον Διάβολο. Συνομιλούσε με Αγίους και συναναστρεφόταν με άγρια ζώα. Τα τάιζε ο ίδιος με τα χέρια του και τα καλούσε με το όνομά τους.
Διηγήθηκε κάποτε ο Γέροντας: «Βρισκόμουν σε κάποιο Μοναστήρι (Σταυρονικήτα). Ήταν εσπέρα. Φεύγοντας βρίσκω έξω από την πόρτα του Μοναστηριού έναν λαϊκό που ήθελε να μου μιλήσει. Η ώρα περνούσε και ήμουν άρρωστος. Ήταν τέτοια η αρρώστια που ούτε μπορούσα να καθίσω για να ξεκουραστώ, ούτε να στέκομαι όρθιος. Ενώ λοιπόν μου μιλούσε, πέρασε η ώρα και νύχτωσε. Σκέφτηκα σε μια στιγμή την αρρώστια μου και θέλησα να διακόψω τη συζήτηση, αλλά είπα: «Ο άνθρωπος έχει τόσα προβλήματα, εγώ τον εαυτό μου θα κοιτάξω;». Και έτσι συνέχισε να μου μιλά μέχρι που νύχτωσε τελείως. Ο λαϊκός είχε να κοιμηθεί κάπου σε γνωστό του κελί. Η πόρτα του Μοναστηριού είχε κλείσει. Αφού τελειώσαμε, πήρα το δρόμο για να πάω στο Καλύβι (του Τίμιου Σταυρού). Μπήκα στο μονοπάτι και θα περνούσα από ένα σημείο που είναι στενό και απότομο. Όταν έφτασα σ’ αυτό το σημείο, επειδή δεν έβλεπα - δεν είχα φακό μαζί μου - πέφτω μέσα στα κλαδιά και στα βάτα και πιάστηκα από τα κλαδιά. Δεν έβλεπα καθόλου και μου ήρθε το σακίδιο στο κεφάλι μου. Στη θέση που βρισκόμουν σκέφτηκα: «Τι να κάνω; Ας κάνω το Απόδειπνο». Αρχίζω … Άγιος ο Θεός κ.λπ. Σε μια στιγμή ανάβει ένα δυνατό φως, το κεφάλι μου έγινε σαν λάμπα! Γύρω μου έγινε μέρα! Οπότε είδα πού βρισκόμουν, σκαρφάλωσα και βγήκα. Το φως συνέχιζε να φωτίζει γύρω μου. Η καρδιά μου ήταν γεμάτη ουράνια αγαλλίαση. Έφτασα στο καλύβι, πήρα το κλειδί από τη θέση που το είχα, άνοιξα μπήκα στην Εκκλησία, άναψα τα καντήλια και τότε το φως «υποχώρησε».
(Μιλτιάδης Βιτάλης, Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες του Αγ. Παϊσίου, σελ. 139,140)
Μάρτιος - Απρίλιος 2020
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Περίμενα στην Έρημο του Σινά Τον θάνατο με Χαρά
Πολλές φορές ο Γέροντας Παΐσιος, έφτασε στο Σινά, κυρίως στο ασκητήριο και στη σπηλιά όπου ζούσε σχεδόν με τίποτα, κοντά στο θάνατο. Το σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε, ο μόνιμος, ξερός, επίμονος βήχας μαρτυρούσε σοβαρό πρόβλημα στους πνεύμονες και στην έρημο Σινά, που κατέληξε να γίνει μία μορφή βρογχοπνευμονίας, λόγω του κλίματος, της ασιτίας και της παντελούς σχεδόν έλλειψης ιατρικής φροντίδας.
Πολλές φορές λιποθυμούσε για ώρες, αλλά με την παρέμβαση του Θεού έβρισκε ξανά τις αισθήσεις του και συνέχιζε με αυταπάρνηση και πόθο τους ασκητικούς του αγώνες. Ήταν άσαρκος άνθρωπος που λιμοκτονούσε με δική του επιλογή, γιατί ήθελε να ταπεινώσει τη σάρκα.
Δεν είχε καθόλου φόβο και άγχος στη μοναξιά της ευλογημένης ερήμου μήπως πεθάνει μόνος και έρημος στην άκρη του πουθενά, πάνω στο βουνό, σε υψόμετρο 2.000 μέτρων. Περίμενε ο Άγιος Παΐσιος το θάνατο με μεγάλη χαρά, επειδή θα πήγαινε κοντά στον Χριστό και θα αγάλλεται, θα χαίρεται δίπλα στον Λυτρωτή Ιησού, τη χαρά του Παραδείσου. Είναι όμως γνωστό ότι ζούσε την παραδεισένια χαρά, τη γλυκιά παραδεισένια ηδονή, ακόμα και όταν ζούσε πάνω στη γη. Έλεγε σε προσκυνητές που τον επισκέπτονταν στο ερημικό του ασκητήριο και απορούσαν πώς επιβίωνε σε τέτοιον αφιλόξενο τόπο: «Δόξα στον Θεό που ζω, γιατί ζω. Δόξα στον Θεό, γιατί θα πεθάνω…»
Εκεί στην ερημιά έζησε ο Γέροντας τις θείες ενέργειες, τις θεϊκές αποκαλύψεις που τον συγκλόνισαν, τον σφράγισαν. Έλεγε τότε στο ερημητήριο, στους λιγοστούς επισκέπτες και σε κάποιους προσκυνητές φιλόθεους με πνευματικές ανησυχίες που είχαν έρθει στο Σινά από την Αθήνα: «Όταν ο άνθρωπος βοηθηθεί να πιστέψει στον Θεό και τη μέλλουσα ζωή την αιώνιο - συλλάβει δηλαδή το βαθύτερο νόημα της ζωής - και μετανοήσει, αλλάξει ζωή, έρχεται αμέσως η θεία παρηγοριά με τη Χάρη του Θεού, η οποία αλλοιώνει τον άνθρωπο, δείχνοντας όλα τα κληρονομικά του…..»
Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι αν δεν αρρώσταινε ο Άγιος, τότε θα ζούσε μέχρι την κοίμησή του στα όρη του Σινά του Θεοβάδιστου. Μέχρι να εγκαταλήψει τον μάταιο τούτο κόσμο, θα ήταν στις επάλξεις, πάνω σε γρανιτώδη βράχια, σαν επίγειος άγγελος.
Εκεί προχώρησε, ωρίμασε πνευματικά και έγινε θεοφόρος. Ευρισκόμενος λοιπόν στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης σε αυτή την πνευματική κατάσταση, είναι δυνατόν να επιθυμούσε υλικά πράγματα; Ελάχιστες ώρες ύπνου, ελάχιστη τροφή, εξαϋλωμένος, ασθενής, έκανε κομποσκοίνι, εικονίτσες, προσευχή και είχε δυνάμεις, γιατί κατοικούσε μέσα του ο Χριστός.
(«Μυστικοί ασκητικοί αγώνες» του Αγ. Παϊσίου, σελ.120, 121)