Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2018
Ουδέν Κρυπτόν
Κάποτε ο Όσιος Πορφύριος ξεκίνησε μαζί με τρία πνευματικά του τέκνα να πάνε σ’ ένα μοναστήρι. Ξεκίνησαν με τα πόδια, αλλά κουράστηκαν και τότε φάνηκε ένα ταξί. Λέει ο γέροντας: «Αυτό το ταξί θα σταματήσει μόνο του να μας πάρει, δεν θα μιλήστε στον ταξιτζή σ’ αυτά που θα λέει, μόνον εγώ θα μιλήσω».
Όταν μπήκαν στο ταξί άρχισε ο ταξιτζής να κατηγορεί τους παπάδες και ρωτούσε τους λαϊκούς: «Έτσι δεν είναι βρε παιδιά; Εσείς τι λέτε»; Εκείνοι δεν μιλούσαν οπότε λέει στον Όσιο Πορφύριο: «Έτσι δεν είναι παππούλη»; Εκείνος απαντά: «Παιδί μου θα σου πω μια ιστορία, δεν θα χρειαστεί να την πω δεύτερη φορά.
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε έναν ηλικιωμένο γείτονα ο οποίος είχε ένα μεγάλο κτήμα. Μια νύχτα τον σκότωσε και τον έθαψε. Με διάφορα πλαστά χαρτιά πήρε το κτήμα του γείτονά του και το πούλησε. Και ξέρεις τι αγόρασε με τα χρήματα που πήρε από το κτήμα; Αγόρασε ένα ταξί».
Μόλις άκουσε αυτά ο ταξιτζής, συγκλονίστηκε και σταμάτησε το ταξί στην άκρη του δρόμου. «Μην πεις τίποτα παππούλη, μόνο εγώ το ξέρω αυτό και εσύ». «Το ξέρει κι ο Θεός», του απάντησε ο γέροντας. «Εκείνος μου το είπε για να σου το πω. Και να φροντίσεις απ’ εδώ και μπρος να αλλάξεις ζωή».
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2017
Κάποτε ένας ναυτικός βρέθηκε ναυαγός σ’ ένα ακατοίκητο τροπικό νησί μόνος κι έρημος. Με πολλούς κόπους, χωρίς εργαλεία, εργαζόμενος μόνο με τα χέρια του, κατάφερε να φτιάξει μια ξύλινη καλύβα για να μπορέσει να προστατευτεί κατά την περίοδο των βροχών. Πράγματι είχε μόλις τελειώσει την καλύβα όταν άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Όμως την δεύτερη κιόλας μέρα ένας κεραυνός έκαψε την καλύβα του και την έκανε στάχτη. Ο ναυαγός, που πρώτα δόξαζε το Θεό για τη σωτηρία του, τώρα αναλύθηκε σε δάκρυα. «Γιατί Θεέ μου», άρχισε να λέει και να παραπονιέται για την καταστροφή.
Κι ενώ η απελπισία πλημμύριζε την καρδιά του άκουσε από το πέλαγος το σφύριγμα ενός μεγάλου πλοίου. Σε λίγο μια βάρκα ήταν στην παραλία. «Πώς με βρήκατε σε τούτη την ερημιά;» τους ρώτησε. «Είδαμε, του είπαν, το σινιάλο του καπνού απ’ την φωτιά που άναψες»!
Όταν βλέπεις τα όνειρα, τις επιδιώξεις και τα έργα σου κάποιες φορές να γίνονται στάχτη κι αποκαΐδια, μην απελπίζεσαι. Περίμενε και θα προβάλει ανέλπιστα το υπερωκεάνιο του Θεού. Γιατί στ’ αλήθεια: «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. 8, 28).
Και μην πεις στο τέλος ότι ήταν τυχαίο!
Πηγή: http://istologio.org
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2017
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μία Ρωσίδα, μάνα δυο μικρών παιδιών, βρισκόταν σε μία πόλη, η οποία στην αρχή καταλήφθηκε από το στρατό των Λευκών και στη συνέχεια έπεσε στα χέρια των Κόκκινων. Η γυναίκα εκείνη ήταν σύζυγος ενός λευκού αξιωματικού και γνώριζε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, αν την ανακάλυπταν θα την εκτελούσαν. Κρύφτηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στην άκρη της πόλης.
Όταν έπεσε η νύχτα, κάποιος χτύπησε ξαφνικά την πόρτα. Χωρίς αποθέματα θάρρους, πήγε ν’ ανοίξει. Μπροστά της στεκόταν μία νεαρή γυναίκα, της ίδιας ηλικίας μ’ εκείνη, εικοσιπέντε ετών πάνω κάτω. «Είσαστε η τάδε»; τη ρώτησε. «Ναι». «Πρέπει να φύγετε αμέσως, σας έχουν καταδώσει. Θα έλθουν να σας συλλάβουν στις αμέσως επόμενες ώρες». Η μητέρα έστρεψε το βλέμμα στα παιδιά της και είπε: «Πού να πάω; Τα παιδιά δεν μπορούν να πάνε μακριά, αν πάλι μείνω μαζί τους, θα με αναγνωρίσουν αμέσως». Και τότε ήταν που εκείνη η γυναίκα, η γυναίκα που ήρθε από το πουθενά, εκείνη η Ναταλία, έγινε ξαφνικά αυτό που το Ευαγγέλιο ονομάζει πλησίον, η πιο κοντινή ύπαρξη της νεαρής μητέρας, τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο. Της λέει λοιπόν: «Όχι, δεν θα σας αναζητήσουν αν φύγετε. Θα μείνω εγώ εδώ και θα πάρω τη θέση σας». «Μα θα σας εκτελέσουν»! «Ναι», απαντάει η Ναταλία, «αλλά εγώ δεν έχω παιδιά». Και η μητέρα με τα δύο παιδιά της έφυγε. Η Ναταλία έμεινε. Και νωρίς το πρωί, το χάραμα, την εκτέλεσαν.
Αυτός ο πρόωρος θάνατος, πραγματική δωρεά ζωής, αυτό το δώρο που πρόσφερε με τη θυσία της ζωής της κάποια Ναταλία, άγνωστη σ’ αυτούς, τους συγκλόνισε βαθιά και σ’ όλη τη ζωή τους έζησαν με μία και μόνη σκέψη: Τι να κάνουν, ώστε ο κόσμος να μη μείνει στην άγνοια για το θάνατο της Ναταλίας, για το μεγαλείο, την αλήθεια, την ανείπωτη πνευματική ομορφιά που πλημμύριζε την ψυχή εκείνης της νεαρής γυναίκας. Όλα αυτά τους είχαν συνταράξει σε τέτοιο βαθμό που μια καινούργια ζωή ανοίχτηκε μπροστά τους.
(«Συνάντηση με τον Ζωντανό Θεό»,
AnthonyBloom, σελ. 61-63)
«Εκείνο το κέρδος που γίνεται την Κυριακή είναι αφορισμένο και βάνετε φωτιά και κατάρα στο σπίτι σας, όχι ευλογία».
Αγ. Κοσμάς ο Αιτωλός
Ιούλιος - Αύγουστος 2017
Ο γέροντας μου διηγήθηκε: «Μια φορά με επισκέφθηκε ένας χίπης. Ήταν ντυμένος με κάτι πολύχρωμα, παράξενα ρούχα, φορούσε χαϊμαλιά και κοσμήματα και ζητούσε να με δει. Οι μοναχές ανησύχησαν, ήρθαν και με ρώτησαν και είπα, ας περάσει.
Μόλις κάθισε απέναντί μου είδα την ψυχή του. Είχε καλή ψυχή, αλλά πληγωμένη και γι’ αυτό επαναστατημένη. Μίλησα με αγάπη κι εκείνος συγκινήθηκε. Γέροντα, μου λέει, κανείς μέχρι σήμερα δεν μου μίλησε έτσι. Είπα τ’ όνομά του κι εκείνος παραξενεύτηκε πώς το γνώριζα. Ε, του λέω, ο Θεός φανέρωσε και τ’ όνομά σου και ότι ταξίδεψες μέχρι την Ινδία και γνώρισες εκεί τους γκουρού και τους ακολούθησες. Απόρησε πιο πολύ. Του είπα κι άλλα πράγματα για τον εαυτό του, κι έφυγε ευχαριστημένος.
Την άλλη εβδομάδα, νάσου και καταφθάνει ο ίδιος με μια παρέα χίπηδες. Μπήκαν όλοι μαζί στο κελί μου και κάθισαν γύρω μου. Ήταν μαζί τους και μια κοπέλα. Τους συμπάθησα πολύ. Ήταν καλές ψυχές, αλλά πληγωμένες. Δεν τους μίλησα για τον Χριστό, γιατί είδα ότι δεν ήταν έτοιμοι ν’ ακούσουν. Τους μίλησα στη γλώσσα τους, για πράγματα που τους ενδιέφεραν. Όταν τελειώσαμε και σηκώθηκαν να φύγουν, μου είπαν: «Γέροντα, θέλουμε μια χάρη. Να μας επιτρέψεις να σου φιλήσουμε τα πόδια». Εγώ ντράπηκα, αλλά τι να κάνω, τους άφησα. Μετά μου έδωσαν δώρο μια κουβέρτα. Θα φωνάξω να τη φέρουν, να τη δεις. Είναι πολύ ωραία.
Έπειτα από καιρό με επισκέφθηκε η κοπέλα, η χίπισσα, μόνη της. Την έλεγαν Μαρία. Είδα ότι η Μαρία ήταν πιο προχωρημένη στην ψυχή από τους φίλους της και της πρωτομίλησα για τον Χριστό. Δέχτηκε τα λόγια μου. Ήρθε κι άλλες φορές, έχει πάρει καλό δρόμο. Είπε μάλιστα η Μαρία στους φίλους της: «Βρε παλιόπαιδα, δεν φαντάσθηκα ποτέ, ότι θα γνώριζα τον Χριστό, μέσα από μια χίπικη παρέα».
«Γέροντας Παίσιος», σελ. 89
Μάιος - Ιούνιος 2017
Ήταν κοπέλα που προερχόταν από θεοσεβή οικογένεια. Μεγάλωσε στο Κατηχητικό Σχολείο και είχε ευλάβεια πρωτόγνωρη. Μα σαν κατέβηκε στην πρωτεύουσα για σπουδές, τα ξέχασε όλα. Μια φορά, καθώς άνοιξε το ραδιόφωνο, άκουσε κάποιον να λέει πως ο Χριστός αλλάζει τον άνθρωπο. Το έκλεισε με λύσσα. Άρχισε να κατρακυλά στην αμαρτία χωρίς σταματημό. Έπαιρνε ναρκωτικά για να ξεχνάει. Νόμιζε πως είναι ελεύθερη, γιατί έκανε ό,τι ήθελε. Στους γονείς της έλεγε το ένα ψέμα μετά το άλλο. Η καρδιά της είχε σκληρύνει. Τους ζητούσε συνεχώς χρήματα στο τηλέφωνο, με τρόπο που τους πλήγωνε: «Με γεννήσατε. Με ρωτήσατε; Πληρώνετέ με τώρα!»
Μια μέρα το L.S.D. τής δημιούργησε μια παράξενη παραίσθηση, πως η ψυχή της έφυγε από το σώμα της. Συγκλονίστηκε. «Άρα υπάρχει ψυχή, υπάρχει κόλαση και ουρανός. Δεν θέλω να πάω στην κόλαση», άρχισε να μονολογεί.
Ήταν η απαρχή της επιστροφής. Ήρθε στον εαυτό της, αναγνώρισε την κατάντια της. Θυμήθηκε τον Θεό, την Αγία Γραφή που διάβαζε μικρή. Ξεκίνησε να προσεύχεται ο Χριστός να την αλλάζει. Ο διάβολος την πολέμησε, μα η αγάπη του Θεού την κέρδισε. Το Πνεύμα Του την αναγέννησε. Η ανοιχτή αγκαλιά του Χριστού τη δέχτηκε, την ελευθέρωσε, τη γέμισε.
Ο Χριστός σώζει και σήμερα. Ας μην πάψουμε να προσευχόμαστε για τα άσωτα παιδιά μας, με πίστη στον Μεγαλοδύναμο. Έχει τρόπους να φέρνει το ξύπνημα, να βρίσκει το χαμένο, να επαναφέρει το απολωλός. Χρειάζεται όμως την πίστη μας.
Για τον άσωτο γιο λέει η Αγία Γραφή: «Επειδή αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε». Και άρχισαν να ευφραίνονται!! Ας μην ξεχνάμε πως ο Θεός μάς αγαπά και δεν θέλει κανένας άνθρωπος, και μάλιστα νέος, να χαθεί.
Μάρτιος - Απρίλιος 2017
Ένας άρρωστος, ετοιμοθάνατος, είχε καλέσει έναν άνθρωπο του Θεού να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο. Τον βρήκε στο κρεβάτι ανασηκωμένο εξαιτίας της δύσπνοιας, με βλέμμα μελαγχολικό. Τον ρώτησε: «Ξέρετε πού πηγαίνετε»; Αμέσως του απάντησε: «Ελπίζω στον ουρανό»! «Αυτή την ελπίδα σας πού την στηρίζετε»; «Ποτέ δεν έβλαψα κανέναν. Πάντα προσπαθούσα να κάνω το καλό και να είμαι δίκαιος. Στη δουλειά μου, υπόδειγμα. Ξένη γυναίκα δεν κοίταξα. Δεν έκλεψα. Δεν είπα ψέματα. Γιατί να μη με δεχτεί ο Θεός»;
Το ύφος του έδειχνε πεποίθηση, με κάποια αναίδεια. Ο πιστός άνθρωπος του Χριστού σηκώθηκε λυπημένος να φύγει. «Δυστυχώς, αγαπητέ μου, η παρηγοριά του Ευαγγελίου και η χαρά της σωτηρίας του Χριστού δεν έχουν καμία αξία για σας». Ο άλλος θύμωσε. «Γιατί; Τι εννοείτε;» «Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει αμαρτωλούς. Εσείς δεν θεωρείτε τον εαυτόν σας αμαρτωλό. Άρα ο Χριστός δεν ήρθε για σας, ή μάλλον εσείς δεν είστε από τους ανθρώπους τους οποίους ήρθε να σώσει. Αν ήσασταν ειλικρινής, θα ομολογούσατε ότι σας ελέγχει η συνείδησή σας και προσπαθείτε να την καταπνίξετε επικαλούμενος τις καλοσύνες σας και το καλό σας όνομα στην κοινωνία. Αυτά όμως είναι άχρηστα για τον Θεό. Αν τα χρησιμοποιείτε ως επιχείρημα για να κερδίσετε τη βασιλεία Του, σας αποκλείουν από το έλεος και τη συγχώρηση του Θεού. Αφού δεν αναγνωρίζετε την αμαρτωλότητά σας, δεν είναι για σας Σωτήρας».
Ο άρρωστος συγκλονίστηκε: «Ο Θεός σάς έστειλε για να μου ανοίξετε τα μάτια». Το άλλο πρωί τον επισκέφτηκε ξανά. «Τώρα ξέρω ότι ο Χριστός πέθανε για μένα, τον αμαρτωλό» είπε. Σε λίγες μέρες έφυγε για τον ουρανό, λυτρωμένος, χαρούμενος.
Διαβάζουμε στο κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο κεφ. 9 και στίχους 12,13 τα εξής: «Και ο Ιησούς τους είπε: Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν… Επειδή δεν ήρθα για να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια».
Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2017
Μου ήρθε, λέει ο Γέροντας Πορφύριος, μια μοναχούλα και είχε βγάλει εδώ στο χέρι της ένα πράγμα σαν καρύδι.
Όταν μου το έδειξε:
– Έλα να σε πάω επάνω στον καθηγητή, της είπα (ήμουν τότε στην Πολυκλινική).
– Εγώ δεν ήλθα για τον καθηγητή, μου λέει, ήλθα σε σας.
– Τη σταύρωσα στο μέτωπο, της σταύρωσα το χέρι και την έστειλα στο μοναστήρι της. Έγινε καλά.
– Μια άλλη εξομολογούμενη, καθώς εξομολογείτο, διέκρινα με τα μάτια της ψυχής ότι έχει καρκίνο στο στήθος.
– Είσαι καλά; της λέω. Εσύ κάτι έχεις.
– Ναι πάτερ μου, αλλά ντρέπομαι να το ειπώ.
– Πήγαινε τώρα επάνω στον τάδε γιατρό εκ μέρους μου να σε δει. Και μετά έλα να μου πεις εδώ.
– Όταν γύρισε, είχε όντως καρκίνο, την είχαν στείλει για εξετάσεις και σε τρείς μέρες θα έμπαινε στο χειρουργείο.
– Όταν γύρισε λοιπόν, την έβαλα να γονατίσει μαζί μου.
– Λέγε εσύ μέσα σου την ευχή, της λέω. Κι έλεγα κι εγώ μέσα μου προσευχή. Ύστερα την εσταύρωσα και την έστειλα να κάνει ό,τι της είπαν οι γιατροί.
Όταν σε τρείς μέρες ήλθε για το χειρουργείο, ήταν καλά. Δεν υπήρχε ούτε όγκος ούτε τίποτα.
Ο γιατρός κατέβηκε, εκτός εαυτού, στο εκκλησάκι και με βρήκε.
– Ρε παπά, τι της έκανες της γυναίκας και την έκανες καλά; Αν δεν είχα πιάσει τον όγκο με το χέρι μου και δεν το είχα δει με τα μάτια μου πριν τρείς μέρες, δεν θα το πίστευα.
Συνέχισε ο Γέροντας:
– Πολλά πράγματα βλέπουν τα μάτια μου. Πάρα πολλά θαύματα. Η Χάρις του Θεού επενεργεί δια την πίστιν των ανθρώπων.
Να πιστεύεις ότι γίνονται και σήμερα θαύματα. Διότι ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας.
«Ανθολόγιον Συμβουλών», Γέρ. Πορφύριος, σελ. 97,98
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2016
Μια φορά ήρθε ένας νέος με μαλλιά μεγάλα σαν αλογοουρά. Ο Γέροντας Παΐσιος, τον ρώτησε:
– Έ, παλικάρι, τι δουλειά κάνεις;
– Είμαι φοιτητής.
– Έχεις μαθήματα να περάσεις;
– Έχω οκτώ.
– Άμα θέλεις να τα περάσεις, έλα να σε κουρέψω, του είπε χαριτολογώντας.
Μπήκε στο κελί του, έφερε το ψαλίδι και τον κούρεψε. Ο νέος το θεώρησε ευλογία, το είπε και σε άλλους και έρχονταν κι αυτοί να πάρουν παρόμοια ευλογία. «Έχω κάνει πολλές κουρές», έλεγε γελώντας. «Γέροντα, τι τα κάνετε τα μαλλιά τους»; «Τα κρατώ και τα φυτεύω στους φαλακρούς», απαντούσε αστειευόμενος.
Και άλλοτε ανέφερε ταπεινά: «Αν υπάρχει μία περίπτωση να σωθώ, θα είναι από τις ευχές των μανάδων. Ξέρεις πόσα γράμματα παίρνω που συγκινημένες μ’ ευχαριστούν επειδή έπεισα τα παιδιά τους να κόψουν τα μαλλιά και να βγάλουν τα σκουλαρίκια»; Δεν ήθελε οι άνδρες να τρέφουν μακριά κόμη, γιατί το θεωρούσε θηλυπρέπεια και ανέφερε το χωρίο του απ. Παύλου: «Είναι ντροπή για τον άντρα να έχει μακριά μαλλιά» (Α’ Κορ. 11:14).
Όταν έβλεπε νέους με μαλλιά μακριά τους ρωτούσε: «Μαλλιά αφήνουν οι αφιερωμένοι και οι αφηρημένοι. Εσείς τι από τα δύο είστε»;
(Ο Γέροντας Παΐσιος, σελ. 75)