Ιούλιος - Αύγουστος 2013
Αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Ραπτόπουλος, Ιεροκήρυκας εδώ και 36 χρόνια. Έχει επισκεφθεί φυλακές σε 90 χώρες. Έχει αποφυλακίσει 15.500 άπορους κρατουμένους, δίνοντας 4,4 εκατομμύρια ευρώ. Χρήματα που προήλθαν από προσφορές ανθρώπων που γνωρίζουν το έργο του…
Τον Οκτώβριο του 2012 προτάθηκε για το Νόμπελ Ειρήνης από τη Νορβηγική Ακαδημία. Δίκαια τον αποκαλούν «Άγγελο των φυλακισμένων».
Όταν ακούς τον πατέρα Γερβάσιο, δεν καταλαβαίνεις την ηλικία του. Είναι 83 ετών. Γεννήθηκε στον Αιμιλιανό Γρεβενών το 1931. Και όμως, όταν μιλάει για τους φυλακισμένους, για τους ανθρώπους που βοηθά να αποκτήσουν και πάλι την ελευθερία τους και να ακολουθήσουν το δρόμο του Θεού, νομίζεις ότι ξανανιώνει.
Η χάρη του Θεού είναι αυτή που του δίνει τη δύναμη να ταξιδεύει από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη, εξηγεί, μιλώντας στο dogma.gr : «Έχω τέτοια όρεξη, τέτοια αγάπη, τέτοιο μεράκι, που αν μου πείτε τώρα να φύγω για την Ιρλανδία, να φύγω για την Αλάσκα, έφυγα αμέσως. Εάν μου πείτε για φυλακή έγινα πουλί και πέταξα».
Το έργο του ξεκίνησε στις 5 Μαρτίου του 1978, όταν υπηρετούσε στην Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης. Ήταν Κυριακή των Απόκρεω, η Κυριακή που διαβάζεται στη Θεία Λειτουργία η Ευαγγελική περικοπή της κρίσεως : «Εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με». Αυτή η φράση τον ενέπνευσε να ασχοληθεί με τους ανθρώπους, που για μικροαπάτες, κυρίως, βρίσκονται στη φυλακή και δεν έχουν τη δυνατότητα να εξαγοράσουν την ποινή τους. Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ανεπίσημα, τότε, ως «Ημέρα του Φυλακισμένου» και αργότερα ως «Διακονία Αποφυλακίσεως Απόρων Κρατουμένων».
Το όνομά του είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο. Η ζωή του είναι ένα συνεχές ταξίδι, από τη μία φυλακή στην άλλη. Όσο μακριά και αν είναι, εάν κάποιος άνθρωπος χρειαστεί τη βοήθειά του, θα πάει να τον βρει. Χωρίς να κοιτάξει χρώμα, φυλή ή θρησκεία.
Μπορεί να μην ξέρει τη γλώσσα τους, μας είπε, ξέρει όμως να ακούει τη φωνή τους. Όπου και αν βρέθηκε, τον δέχθηκαν με σεβασμό και αγάπη. Κάποιοι τον κοιτούσαν με περιέργεια. Δεν είχαν ξαναδεί από κοντά Χριστιανό Ορθόδοξο κληρικό. Όταν μάλιστα, σε μια φυλακή της Νέας Ζηλανδίας, τον υποδέχθηκαν ιθαγενείς Μαορί, εξεπλάγη, όταν τον χαιρέτησαν με τον παραδοσιακό τρόπο, ακουμπώντας τη μύτη τους στη δική του.
Έχει μάθει να σέβεται τους ανθρώπους, τις παραδόσεις τους, να ακούει τα προβλήματά τους και όπως μπορεί να βοηθάει και να μεταφέρει το μήνυμα αγάπης του Ιησού.
Σε αυτούς που αναρωτιούνται γιατί δίνει τόσα χρήματα σε αυτούς που έχουν φυλακισθεί και όχι σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη και δεν έχουν υποπέσει σε κάποιο αδίκημα, απαντά ότι το έργο του είναι ιεραποστολικό. Δουλειά του είναι να είναι κοντά στους αμαρτωλούς, για να τους φέρει στον ίσιο δρόμο.
Όπως ο γιατρός, θα ασχοληθεί με τον ασθενή που είναι πιο βαριά άρρωστος, έτσι και αυτός ασχολείται με τους αμαρτωλούς που έχουν τη διάθεση να μετανοήσουν ειλικρινά.
Πηγή: Αγιορείτικο Βήμα
Ιούλιος - Αύγουστος 2013
Ένας Μουσουλμάνος στην Αίγυπτο σκότωσε τη γυναίκα του και την έθαψε με τα δύο κοριτσάκια τους, που το ένα ήταν μωρό και το άλλο 8 ετών. Τα κορίτσια τα έθαψε ζωντανά!! Ύστερα κατήγγειλε στην αστυνομία ότι τα κορίτσια τα σκότωσε ένας θείος τους
Μετά από 15 μέρες πέθανε ένα άλλο μέλος από το σόι τους. Οι δικοί του αποφάσισαν να τοποθετήσουν τη σορό στον τάφο όπου βρισκόταν η μητέρα και τα δύο κοριτσάκια. Όταν άνοιξαν τον τάφο για την κηδεία, οι παρευρισκόμενοι δεν πίστευαν στα μάτια και στα αυτιά τους. Βρήκαν κάτω από το χώμα τα δύο κοριτσάκια ζωντανά!
Το εκπληκτικό γεγονός διαδόθηκε σαν αστραπή σ’ όλη τη χώρα και ο πατέρας των παιδιών ετοιμάστηκε για τη θανατική ποινή. Όπως ήταν φυσικό, οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή πάνω στο μεγαλύτερο παιδί, προκειμένου να τους διαφωτίσει για το πώς επέζησαν.
«Ένας άνδρας, ο οποίος φορούσε λευκά ρούχα που έλαμπαν σαν τον ήλιο, με χέρια ματωμένα από πληγές, ερχόταν και μας έδινε φαγητό», ήταν η απάντηση της μικρής. «Ακόμη, ο άνθρωπος αυτός ξυπνούσε και τη μαμά μου για να περιποιηθεί την αδελφή μου».
Το εθνικό αιγυπτιακό κανάλι, το οποίο πήρε τη συνέντευξη, μετέδωσε μέσω της (μουσουλμάνας) δημοσιογράφου: «Ο άνδρας αυτός δε μπορεί να ήταν άλλος από τον Ιησού, διότι κανείς άλλος δεν κάνει τέτοιου είδους πράγματα»!
Μπορεί μεν οι μουσουλμάνοι να δέχονται ότι ο «ΙΣΑ» (ο Ιησούς) τα έκανε όλα αυτά, αλλά οι πληγές δείχνουν ότι πραγματικά σταυρώθηκε, όπως επίσης είναι ξεκάθαρο ότι ο Ιησούς ζει. Εξάλλου, κανείς δεν διανοήθηκε να μη βασιστεί στα λόγια του κοριτσιού, γιατί ούτε αυτή ούτε η αδελφούλα του θα ήταν δυνατό να επιζήσουν, αν δε συνέβαινε ένα πραγματικό θαύμα.
Οι ηγέτες των μουσουλμάνων βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αδιέξοδο, καθώς ούτε την αυθεντικότητα του θαύματος μπορούν να αμφισβητήσουν, ούτε και να περιορίσουν την έκταση που πήρε η δημοσιότητα της όλης ιστορίας
(Ιντερνέτ 18.11.2012)
του Οδυσσέα Ελύτη
Ἀναρωτιέμαι μερικὲς φορές: εἶμαι ἐγὼ ποὺ σκέφτομαι καθημερινὰ πὼς ἡ ζωή μου εἶναι μία; Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι τὸ ξεχνοῦν; Ἢ πιστεύουν πὼς θὰ ἔχουν κι ἄλλες, πολλὲς ζωές, γιὰ νὰ κερδίσουν τὸν χρόνο ποὺ σπαταλοῦν;
Μοῦτρα. Ν᾿ ἀντικρίζεις τὴ ζωὴ μὲ μοῦτρα. Τὴ μέρα, τὴν κάθε σου μέρα. Νὰ περιμένεις τὴν Παρασκευὴ ποὺ θὰ φέρει τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ νὰ ζήσεις. Κι ὕστερα νὰ μὴ φτάνει οὔτε κι αὐτό, νὰ χρειάζεται νὰ περιμένεις τὶς διακοπές. Καὶ μετὰ οὔτε κι αὐτὲς νὰ εἶναι ἀρκετές. Νὰ περιμένεις μεγάλες στιγμές. Νὰ μὴν τὶς ἐπιδιώκεις, νὰ τὶς περιμένεις.
Μάιος - Ιούνιος 2013
Το παρακάτω γεγονός είναι απίστευτο, αλλά απόλυτα αληθινό και εξελίσσεται στο παρελθόν. Ο κυρ-Απόστολος Μαργαρίτης δούλευε σε κάποια επιχείρηση. Απόκτησε τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγοράκι. Τα κατάφερνε μια χαρά. Δεν έλειπε τίποτε από το σπίτι του. Και ξαφνικά έπεσε κεραυνός! Η επάρατη αρρώστια τον χτύπησε ύπουλα. Τρεχάματα, εξετάσεις, θεραπείες. «Ενός κακού δοθέντος, μύρια έπονται»!
Έχασε τη θέση του και βρέθηκε στον «Άγιο Σάββα», το νοσοκομείο των καρκινοπαθών. Στη συνέχεια ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοίκιαζε «πέταξε» στο δρόμο την οικογένειά του!
Η καλόκαρδη κυρά–Μαρία έκλαψε με την καρδιά της. Πού να κουρνιάσει αυτή και τα τέσσερα κλωσσόπουλά της;
Ένας πονόψυχος Χριστιανός της είπε: «Στα Άνω Λιόσια υπάρχει ένα εγκαταλειμμένο λεωφορείο. Θέλεις να σε πάω»;
Τι να κάνει η κυρά –Μαρία; Τρύπωσε σ’ αυτό το σαράβαλο με την ψυχή στο στόμα. Τα τζάμια όλα ήταν σπασμένα. Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι. Το χειμώνα όμως, τι θα έκαναν;
Κάποια μέρα η κυρά-Μαρία ετοίμαζε λίγο φαγάκι για να το πάει στον άντρα της. Η δεκαπεντάχρονη κόρη ανέλαβε να προσέχει τα μικρά αδελφάκια της. Ξαφνικά είδε να σταματά μπροστά της ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο. Τρόμαξε. «Λες να πέθανε ο άντρας μου»; συλλογίστηκε. Βγήκε έξω αλαφιασμένη. Τότε κέρωσε! Τέσσερις νοσοκόμοι πάνω σ’ ένα ράντζο άφησαν στο πεζοδρόμιο τον άρρωστο σύζυγό της. Είχε τα χάλια του ο ταλαιπωρημένος! Ο καρκίνος είχε καταφάει τα κάτω χείλια και γενικά το πρόσωπό του ήταν γεμάτο καρκινώματα!
Ούρλιαξε η κυρά–Μαρία! «Τι κάνετε;»
Το νοσοκομειακό χάθηκε στη σκόνη! Αρκετοί γείτονες τρέξανε. Μερικοί φώναζαν. «Αίσχος! Ντροπή τους!» Οι πιο ψύχραιμοι πήραν μερικές αποφάσεις.
-Παιδιά ό,τι έχετε για το γείτονα!
Γρήγορα μαζεύτηκαν εκατό χιλιάδες!
-Σώπα, κυρά–Μαρία. Ο Θεός είναι μεγάλος!
-Να, βρήκαμε εκατό χιλιάδες δραχμές!
-Παιδιά, έχω εδώ κοντά ένα μικρό διαμερισματάκι! Το δίνω για το φαντάρο γιο μου.
Σε λίγο η οικογένεια βρισκόταν σ’ ένα δυαράκι. Την άλλη μέρα βρέθηκε εργασία για τη μητέρα! Μια φιλάνθρωπη κυρία φρόντισε να πηγαίνουν έξι μερίδες από το συσσίτιο της εκκλησίας στην ταλαίπωρη οικογένεια!
Ω Αγάπη! Έλα στη γη μας, για να στεγνώσουν μερικά καυτά δάκρυα.
(«Σ΄ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΝΟ», Θεόδωρος Κ. Βγότζας
σελ. 143,144)
Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2013
Αργά αργά, ο ήλιος έκλινε προς τον ορίζοντα…. Σε λίγο θα κτυπούσε η καμπάνα την ώρα της εκτέλεσης του κατάδικου. Ο δήμιος θα εκτελούσε το απαίσιο έργο του.
Η μνηστή του καταδίκου είχε κάμει το παν για να του δοθεί χάρη, αλλά άδικα. Αποφασίζει τότε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια. Ανεβαίνει πάνω στο κωδωνοστάσιο και περιμένει κι αυτή να φθάσει η ώρα της εκτέλεσης. Όπως συνέβαινε κάθε μέρα, ο γέροντας ιερομόναχος πηγαίνει και τραβά το σχοινί. Είναι όμως τόσο κουφός ώστε δεν αντιλαμβάνεται ότι η καμπάνα δεν κτυπά!
Εκεί επάνω, η κόρη εκείνη ήταν πιασμένη με όλες της τις δυνάμεις από το σήμαντρο της καμπάνας και στο κάθε κτύπημα το σήμαντρο την πλήγωνε. Αλλά υπόμενε τον πόνο και, όταν ο ιερομόναχος απομακρύνθηκε, κατέβηκε με δυσκολία και πήγε στον τόπο της εκτέλεσης.
Εκεί περίμεναν όλοι, έκπληκτοι γιατί δεν είχε σημάνει η καμπάνα! Έπεσε τότε στα πόδια του άρχοντα, ο οποίος συγκινημένος από την αγάπη της, απένειμε χάρη στον κατάδικο.
Η ανθρώπινη αγάπη, όσο κι αν είναι θαυμαστή, δεν αποτελεί παρά μια αμυδρή εικόνα της αγάπης του Θεού, της άπειρης, της ανεξιχνίαστης και ανέκφραστης.
Γιατί ήρθε επάνω στη γη «ο άνθρωπος των θλίψεων»; Γιατί τραυματίστηκε, ταλαιπωρήθηκε και καρφώθηκε στο ξύλο της κατάρας; Για να σώσει τους φίλους του τάχα; Όχι, αλλά για να σώσει τους αμαρτωλούς, τους εχθρούς του!
Εσύ που διαβάζεις την ιστορία, έχεις αφήσει την αγάπη αυτή να «κτυπήσει» τη συνείδησή σου, την καρδιά σου; Είσαι ένας αμαρτωλός, ένας χαμένος, ένας εχθρός του Θεού, για τον οποίον πέθανε ο Χριστός. Ποια απάντηση θα δώσεις προς την άπειρη αυτή αγάπη;
«Ο Θεός φανερώνει την αγάπη του σε μας, διότι ενώ εμείς είμαστε ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για μας» (Ρωμ. 8:8).
Πάντα είχα την απορία, γιατί πρέπει, ως Ορθόδοξος Χριστιανός, να συνδέω την προσφορά προς τον συνάνθρωπο, τον εθελοντισμό με το Ευαγγέλιο; Υπάρχουν χιλιάδες εθελοντικές οργανώσεις που προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες προς τον συνάνθρωπο μας και οι οποίες κινούνται από υποχρέωση και καθήκον προσφοράς, χωρίς να γίνεται σύνδεσή των με κάποια θρησκεία. Η απορία μου αυτή έμενε μετέωρη για πολλά χρόνια, μέχρι που ο Κύριος μου την έλυσε με το εξής περιστατικό:
Βρίσκομαι στο νοσοκομείο για να κρατήσω συντροφιά σε ένα εγκαταλειμμένο ασθενή, που βρίσκεται εκεί για πολλές ημέρες. Παιδιά δεν έχει και η σύζυγός του δυστυχώς είναι κατάκοιτη από άλτσχάϊμερ. Η μοναξιά τού πληγώνει την ψυχή αφάνταστα, περισσότερο από τον σωματικό του πόνο. Κάθομαι δίπλα του, κουβεντιάζω και τον ενθαρρύνω. Εκείνος μιλά μαζί μου για την ζωή του, αλλά κάποιες στιγμές παθαίνει παραισθήσεις και μου δείχνει πρόσωπα που δεν υπάρχουν στο δωμάτιο. Τα δάχτυλα των χεριών του κρατάνε την άκρη του σεντονιού και κινούνται νευρικά, ακατάπαυστα, σαν να θέλει να το σκίσει η να το κάνει πτυχές.
Ο ορθολογισμός μου, κινούμενος από καθήκον να του καλύψω την μοναξιά του και να του γλυκάνω τον ψυχικό του πόνο επί μια και μισή ώρα, δεν τον απάλλαξε από τη νευρική κίνηση των δακτύλων επάνω στο σεντόνι. Η ταραχή και ανησυχία του ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο του. Κάποια στιγμή στοργικά του λέω «ηρεμήστε», τον σκεπάζω με το σεντόνι, του χαϊδεύω το στήθος και μετά το μέτωπο.
Τότε ακούω από τον ασθενή ένα «ευχαριστώ», τα δάχτυλα του χεριού του ηρεμούν, το νευρικό του πρόσωπο γαληνεύει και βυθίζεται στον ύπνο. Τότε συνειδητοποιώ πως ό,τι δεν κατάφερα σε μιάμιση ώρα, το κατάφερα μέσα σε λίγα λεπτά.
Άλλο πράγμα τον καθήκον, και άλλο πράγμα η αγάπη. Το καθήκον, ο ανθρωπισμός, είναι προϊόντα του νου, ενώ η αγάπη είναι προϊόν της καρδιάς. Δύο κινήσεις της ψυχοσωματικής οντότητας του ανθρώπου, η πρώτη έχει όρια τη λογική, ενώ η δεύτερη δεν έχει κανένα όριο, διότι μπορεί να φτάσει μέχρι την αυτοθυσία. Να γιατί ο Χριστός επιπλήττει τη Μάρθα που «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά» ενώ για την αδελφή της λέει ότι «την αγαθή μερίδα εξελέξατο» (Λουκ. 10:41-42). Ο Χριστός δεν θέλει τους ανθρώπους του καθήκοντος, αλλά εκείνους της αυτοθυσίας, όπως και ο ίδιος θυσιάστηκε για τη δική μας σωτηρία.
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2012
Ένα τρένο ταξίδευε. Όλοι οι επιβάτες είχαν πάει για να κοιμηθούν. Ένας μόνο βημάτιζε μέσα στο βαγόνι, κρατώντας στην αγκαλιά του ένα παιδί που έκλαιγε. Το χάιδευε, του μιλούσε τρυφερά και προσπαθούσε να το ησυχάσει, άλλα άδικα. Ένας άνδρας μπορεί να κατορθώσει πολλά, αλλά είναι ανίκανος σε μερικά πράγματα και μάλιστα όταν πρόκειται να αποκοιμίσει ένα παιδί που κλαίει. «Βγάλτε έξω από το βαγόνι αυτό το κλαψιάρικο». Ήταν η φωνή μιας γυναίκας που την ξύπνησε το παιδί. Σαν να έδωσε το σύνθημα, ξέσπασε την οργή του και ένας παχύς ταξιδιώτης που ροχάλιζε επί μιάμιση ώρα σε όλους τους τόνους και είπε: «Γιατί δεν πάτε το παιδί αυτό στη μητέρα του»; Και έτσι καθένας με τη σειρά του άρχισε να διαμαρτύρεται: «Είναι ανυπόφορο! Πού είναι ο υπάλληλος του τραίνου»;
Ο άνθρωπος που κρατούσε το παιδί σταμάτησε μια στιγμή ενώ τα χείλη του έτρεμαν. Ένας στεναγμός έπνιξε τη φωνή του. Έσφιξε το σωματάκι του παιδιού στο στήθος του και καταφίλησε τα δακρυσμένα ματάκια του. Έπειτα όταν επικράτησε μια στιγμή ησυχίας είπε: «Πόσο θα ήθελα να φέρω το παιδί αυτό στη μητέρα του! Δεν σταμάτησε να κλαίει από τότε που την εγκαταλείψαμε. Αλλά είναι αδύνατον, γιατί αυτή βρίσκεται στη σκευοφόρο, όπου αναπαύεται μέσα στο φέρετρό της. Τη μεταφέρουμε στην πατρίδα της, τον ωραίο ουρανό της οποίας είδαν τα μάτια της όταν ήταν παιδί και όπου θα περιμένει τον Κύριο να την αναστήσει. Αυτό το παιδί αναζητά την μητέρα του, την οποία θρηνούμε τόσο πολύ!» Και ο δυνατός εκείνος άνδρας άφησε ελεύθερα να τρέξουν τα δάκρυά του.
Σε πέντε λεπτά, δώδεκα γυναίκες ήταν γύρω από το παιδί. Μαζί κι ο παχύς ταξιδιώτης. Η συμπάθεια ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων.
«Συγνώμη, συγνώμη, δεν το ξέραμε. Πηγαίνετε να αναπαυτείτε κι εμείς θα το φροντίσουμε»! Μια γυναίκα πήρε το παιδί στην αγκαλιά της, το οποίο δεν άργησε να κοιμηθεί.
Πόσες φορές στη ζωή δεν θα ήμασταν περισσότερο πονετικοί, εάν μόνο γνωρίζαμε τις περιστάσεις του απέναντί μας! Και αν θα ήμασταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουμε τις ευκαιρίες μας, πόσες φορές θα μπορούσαμε να γλυκάνουμε τον πόνο των άλλων και να χύσουμε θείο βάλσαμο μέσα στις πληγωμένες καρδιές. Μόνο να το γνωρίζαμε!
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2012
Ναυάγια συμβαίνουν συχνά το χειμώνα, όταν ανεμοστρόβιλοι και τυφώνες σηκώνουν πελώρια, άγρια κύματα. Κάποια νύχτα, ένα καράβι βουλιάζει. Όλοι σχεδόν πνίγονται. Ένα παλικάρι εικοσάχρονο απροσδόκητα βρίσκεται πάνω σ’ ένα βράχο. Αρπάζει με τα δύο χέρια του ένα κομμάτι, μια προεξοχή βράχου. Ο αέρας ουρλιάζει, βρυχιούνται τα κύματα που τον κουκουλώνουν και απειλούν να τον στείλουν στα Τάρταρα. Εκείνος σφίγγει γερά το βράχο. Όλη τη νύχτα τα χέρια του σαν τανάλιες, κρατούν γερά το βράχο. Το πρωί έρχονται ναυαγοσωστικά πλοιάρια και ερευνούν προσεκτικά την περιοχή του ναυαγίου. Κάποιος με τα κιάλια ανακαλύπτει το γαντζωμένο στο βράχο νεαρό. Σε λίγο βρίσκεται σώος στο πλοίο. Κάνει το σταυρό του, δοξολογεί τον Θεό για τη σωτηρία του. Ένας ναύτης τον ρωτά.
- Νεαρέ δεν έτρεμες όλη τη νύχτα;
- Φυσικά!
- Και πώς άντεξες;
- Εγώ έτρεμα, αλλά ο βράχος δεν έτρεμε! Δεν βούλιαζε! Δεν χανόταν!
Όταν θλίψεις, σαν φουρτούνες, σε κουκουλώνουν, κράτα γερά το βράχο της πίστεως, τον Χριστό.
Συντροφιά με τον Χριστό λαχτάρησα να ζήσω, ώσπου να φτάσει η στερνή στιγμή να ξεψυχήσω!
Λέγε σταθερά, ασταμάτητα την ευχούλα «Κύριε Ιησού, Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό»!
(«Σ’ ευχαριστώ για τον πόνο», Θ. Κ. Βγόντζας, σελ. 138)