Μάρτιος - Απρίλιος 2018
Οι Εκπλήξεις της Πρεσβυτέρας
Σε μια πόλη της Καππαδοκίας, υπήρχε ένας ενάρετος ιερεύς ονομαζόμενος Αναστάσιος, που περιέθαλπε στο σπίτι του ένα λεπρό, χωρίς κανένας να το γνωρίζει.
Κάποτε ο Μ. Βασίλειος ήρθε στο σπίτι τους και συνάντησε την άγνωστή του πρεσβυτέρα. Την χαιρέτισε με το όνομά της! Εκείνη απόρησε πολύ γι’ αυτό. Στην συνέχεια τη ρώτησε.
– Πού είναι ο π. Αναστάσιος;
Δεύτερη έκπληξη για την πρεσβυτέρα! Ακολούθησε όμως και τρίτη και τέταρτη και πέμπτη. Όταν του είπε ότι ο σύζυγός της πήγε στο χωράφι, ο άγιος της απήντησε:
– Ξέρεις; Έχει ήδη γυρίσει από το χωράφι και είναι μέσα στο σπίτι.
Η πρεσβυτέρα τότε, αναγνωρίζοντας την αγιότητα του αρχιεπισκόπου, έπεσε στα πόδια του και τον παρακάλεσε να προσευχηθεί γι’ αυτήν.
Στον πρεσβύτερο Αναστάσιο ο Μ. Βασίλειος είπε:
– Μην την ονομάζεις σύζυγο, αλλά αδελφή, εφ’ όσον ζείτε σαν αδέλφια.
Έπειτα τον ρώτησε ποια άλλη αρετή καλλιεργεί. Εκείνος δήλωσε κατηγορηματικά:
– Καμιά αρετή δεν έχω, δέσποτά μου και δεν έχω κανένα καλό.
– Ώστε έτσι; είπε ο άγιος. Για να δούμε αυτό το δωμάτιο.
Του έδειξαν το δωμάτιο, που είχε κλεισμένο τον λεπρό.
– Άνοιξε την πόρτα, τον διέταξε.
– Άγιε δέσποτα, να μην ανοίξουμε. Ο τόπος είναι μολυσμένος.
– Μα κι εγώ, τέτοιο τόπο χρειάζομαι.
Η πόρτα άνοιξε και εμφανίσθηκε ο λεπρός. Ο Μ. Βασίλειος είπε στον ιερέα:
– Γιατί μου κρύβεις αυτόν τον θησαυρό;… Αγωνίσθηκες γι’ αυτόν τόσα χρόνια. Άφησέ με αυτήν την νύχτα να τον υπηρετήσω κι εγώ.
Έμεινε ο άγιος στο κελί του λεπρού όλη την νύχτα, προσευχόμενος θερμά στον Θεό! Το πρωί τον έβγαλε έξω εντελώς υγιή. Όλα τα σημάδια της φοβερής ασθενείας είχαν εξαφανισθεί.
(Συναξαριστής Α΄)
Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2018
Ουδέν Κρυπτόν
Κάποτε ο Όσιος Πορφύριος ξεκίνησε μαζί με τρία πνευματικά του τέκνα να πάνε σ’ ένα μοναστήρι. Ξεκίνησαν με τα πόδια, αλλά κουράστηκαν και τότε φάνηκε ένα ταξί. Λέει ο γέροντας: «Αυτό το ταξί θα σταματήσει μόνο του να μας πάρει, δεν θα μιλήστε στον ταξιτζή σ’ αυτά που θα λέει, μόνον εγώ θα μιλήσω».
Όταν μπήκαν στο ταξί άρχισε ο ταξιτζής να κατηγορεί τους παπάδες και ρωτούσε τους λαϊκούς: «Έτσι δεν είναι βρε παιδιά; Εσείς τι λέτε»; Εκείνοι δεν μιλούσαν οπότε λέει στον Όσιο Πορφύριο: «Έτσι δεν είναι παππούλη»; Εκείνος απαντά: «Παιδί μου θα σου πω μια ιστορία, δεν θα χρειαστεί να την πω δεύτερη φορά.
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε έναν ηλικιωμένο γείτονα ο οποίος είχε ένα μεγάλο κτήμα. Μια νύχτα τον σκότωσε και τον έθαψε. Με διάφορα πλαστά χαρτιά πήρε το κτήμα του γείτονά του και το πούλησε. Και ξέρεις τι αγόρασε με τα χρήματα που πήρε από το κτήμα; Αγόρασε ένα ταξί».
Μόλις άκουσε αυτά ο ταξιτζής, συγκλονίστηκε και σταμάτησε το ταξί στην άκρη του δρόμου. «Μην πεις τίποτα παππούλη, μόνο εγώ το ξέρω αυτό και εσύ». «Το ξέρει κι ο Θεός», του απάντησε ο γέροντας. «Εκείνος μου το είπε για να σου το πω. Και να φροντίσεις απ’ εδώ και μπρος να αλλάξεις ζωή».
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2017
Κάποτε ένας ναυτικός βρέθηκε ναυαγός σ’ ένα ακατοίκητο τροπικό νησί μόνος κι έρημος. Με πολλούς κόπους, χωρίς εργαλεία, εργαζόμενος μόνο με τα χέρια του, κατάφερε να φτιάξει μια ξύλινη καλύβα για να μπορέσει να προστατευτεί κατά την περίοδο των βροχών. Πράγματι είχε μόλις τελειώσει την καλύβα όταν άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Όμως την δεύτερη κιόλας μέρα ένας κεραυνός έκαψε την καλύβα του και την έκανε στάχτη. Ο ναυαγός, που πρώτα δόξαζε το Θεό για τη σωτηρία του, τώρα αναλύθηκε σε δάκρυα. «Γιατί Θεέ μου», άρχισε να λέει και να παραπονιέται για την καταστροφή.
Κι ενώ η απελπισία πλημμύριζε την καρδιά του άκουσε από το πέλαγος το σφύριγμα ενός μεγάλου πλοίου. Σε λίγο μια βάρκα ήταν στην παραλία. «Πώς με βρήκατε σε τούτη την ερημιά;» τους ρώτησε. «Είδαμε, του είπαν, το σινιάλο του καπνού απ’ την φωτιά που άναψες»!
Όταν βλέπεις τα όνειρα, τις επιδιώξεις και τα έργα σου κάποιες φορές να γίνονται στάχτη κι αποκαΐδια, μην απελπίζεσαι. Περίμενε και θα προβάλει ανέλπιστα το υπερωκεάνιο του Θεού. Γιατί στ’ αλήθεια: «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. 8, 28).
Και μην πεις στο τέλος ότι ήταν τυχαίο!
Πηγή: http://istologio.org
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2017
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μία Ρωσίδα, μάνα δυο μικρών παιδιών, βρισκόταν σε μία πόλη, η οποία στην αρχή καταλήφθηκε από το στρατό των Λευκών και στη συνέχεια έπεσε στα χέρια των Κόκκινων. Η γυναίκα εκείνη ήταν σύζυγος ενός λευκού αξιωματικού και γνώριζε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, αν την ανακάλυπταν θα την εκτελούσαν. Κρύφτηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στην άκρη της πόλης.
Όταν έπεσε η νύχτα, κάποιος χτύπησε ξαφνικά την πόρτα. Χωρίς αποθέματα θάρρους, πήγε ν’ ανοίξει. Μπροστά της στεκόταν μία νεαρή γυναίκα, της ίδιας ηλικίας μ’ εκείνη, εικοσιπέντε ετών πάνω κάτω. «Είσαστε η τάδε»; τη ρώτησε. «Ναι». «Πρέπει να φύγετε αμέσως, σας έχουν καταδώσει. Θα έλθουν να σας συλλάβουν στις αμέσως επόμενες ώρες». Η μητέρα έστρεψε το βλέμμα στα παιδιά της και είπε: «Πού να πάω; Τα παιδιά δεν μπορούν να πάνε μακριά, αν πάλι μείνω μαζί τους, θα με αναγνωρίσουν αμέσως». Και τότε ήταν που εκείνη η γυναίκα, η γυναίκα που ήρθε από το πουθενά, εκείνη η Ναταλία, έγινε ξαφνικά αυτό που το Ευαγγέλιο ονομάζει πλησίον, η πιο κοντινή ύπαρξη της νεαρής μητέρας, τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο. Της λέει λοιπόν: «Όχι, δεν θα σας αναζητήσουν αν φύγετε. Θα μείνω εγώ εδώ και θα πάρω τη θέση σας». «Μα θα σας εκτελέσουν»! «Ναι», απαντάει η Ναταλία, «αλλά εγώ δεν έχω παιδιά». Και η μητέρα με τα δύο παιδιά της έφυγε. Η Ναταλία έμεινε. Και νωρίς το πρωί, το χάραμα, την εκτέλεσαν.
Αυτός ο πρόωρος θάνατος, πραγματική δωρεά ζωής, αυτό το δώρο που πρόσφερε με τη θυσία της ζωής της κάποια Ναταλία, άγνωστη σ’ αυτούς, τους συγκλόνισε βαθιά και σ’ όλη τη ζωή τους έζησαν με μία και μόνη σκέψη: Τι να κάνουν, ώστε ο κόσμος να μη μείνει στην άγνοια για το θάνατο της Ναταλίας, για το μεγαλείο, την αλήθεια, την ανείπωτη πνευματική ομορφιά που πλημμύριζε την ψυχή εκείνης της νεαρής γυναίκας. Όλα αυτά τους είχαν συνταράξει σε τέτοιο βαθμό που μια καινούργια ζωή ανοίχτηκε μπροστά τους.
(«Συνάντηση με τον Ζωντανό Θεό»,
AnthonyBloom, σελ. 61-63)
«Εκείνο το κέρδος που γίνεται την Κυριακή είναι αφορισμένο και βάνετε φωτιά και κατάρα στο σπίτι σας, όχι ευλογία».
Αγ. Κοσμάς ο Αιτωλός
Ιούλιος - Αύγουστος 2017
Ο γέροντας μου διηγήθηκε: «Μια φορά με επισκέφθηκε ένας χίπης. Ήταν ντυμένος με κάτι πολύχρωμα, παράξενα ρούχα, φορούσε χαϊμαλιά και κοσμήματα και ζητούσε να με δει. Οι μοναχές ανησύχησαν, ήρθαν και με ρώτησαν και είπα, ας περάσει.
Μόλις κάθισε απέναντί μου είδα την ψυχή του. Είχε καλή ψυχή, αλλά πληγωμένη και γι’ αυτό επαναστατημένη. Μίλησα με αγάπη κι εκείνος συγκινήθηκε. Γέροντα, μου λέει, κανείς μέχρι σήμερα δεν μου μίλησε έτσι. Είπα τ’ όνομά του κι εκείνος παραξενεύτηκε πώς το γνώριζα. Ε, του λέω, ο Θεός φανέρωσε και τ’ όνομά σου και ότι ταξίδεψες μέχρι την Ινδία και γνώρισες εκεί τους γκουρού και τους ακολούθησες. Απόρησε πιο πολύ. Του είπα κι άλλα πράγματα για τον εαυτό του, κι έφυγε ευχαριστημένος.
Την άλλη εβδομάδα, νάσου και καταφθάνει ο ίδιος με μια παρέα χίπηδες. Μπήκαν όλοι μαζί στο κελί μου και κάθισαν γύρω μου. Ήταν μαζί τους και μια κοπέλα. Τους συμπάθησα πολύ. Ήταν καλές ψυχές, αλλά πληγωμένες. Δεν τους μίλησα για τον Χριστό, γιατί είδα ότι δεν ήταν έτοιμοι ν’ ακούσουν. Τους μίλησα στη γλώσσα τους, για πράγματα που τους ενδιέφεραν. Όταν τελειώσαμε και σηκώθηκαν να φύγουν, μου είπαν: «Γέροντα, θέλουμε μια χάρη. Να μας επιτρέψεις να σου φιλήσουμε τα πόδια». Εγώ ντράπηκα, αλλά τι να κάνω, τους άφησα. Μετά μου έδωσαν δώρο μια κουβέρτα. Θα φωνάξω να τη φέρουν, να τη δεις. Είναι πολύ ωραία.
Έπειτα από καιρό με επισκέφθηκε η κοπέλα, η χίπισσα, μόνη της. Την έλεγαν Μαρία. Είδα ότι η Μαρία ήταν πιο προχωρημένη στην ψυχή από τους φίλους της και της πρωτομίλησα για τον Χριστό. Δέχτηκε τα λόγια μου. Ήρθε κι άλλες φορές, έχει πάρει καλό δρόμο. Είπε μάλιστα η Μαρία στους φίλους της: «Βρε παλιόπαιδα, δεν φαντάσθηκα ποτέ, ότι θα γνώριζα τον Χριστό, μέσα από μια χίπικη παρέα».
«Γέροντας Παίσιος», σελ. 89