Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2019
Χριστούγεννα στα Επείγοντα Περιστατικά του Νοσοκομείου
H Εύα Γκόρντον το 1940 ήταν νοσοκόμα στα επείγοντα περιστατικά σε ένα νοσοκομείο στο Λονδίνο. Μια μέρα που εφημέρευε, παραμονή Χριστουγέννων, έφεραν ένα Γερμανό φοιτητή που σπούδαζε στο γειτονικό πανεπιστήμιο, σε κρίσιμη κατάσταση με βαριά πνευμονία.
Το ιατρικό συμβούλιο έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά δεν του έδινε περισσότερο από μερικές ώρες. Εκείνες τις τελευταίες ώρες της ζωής του ο Γερμανός φοιτητής παρακάλεσε θερμά τη νοσοκόμα Εύα Γκόρτον: «Ξέρω ότι αν κοιμηθώ, δεν θα ξυπνήσω. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, τη νύχτα μη μ’ αφήσεις να με πάρει ο ύπνος και πεθάνω μέχρι να ξημερώσουν αύριο τα Χριστούγεννα».
Έτσι και έγινε. Η Εύα όλη τη νύχτα του διάβαζε τις ιστορίες για τη γέννηση του Χριστού, για τους βοσκούς, το άστρο της Βηθλεέμ, τους μάγους με τα δώρα, και πότε-πότε του τραγουδούσε την Άγια Νύχτα, το Έλατο, τον Μικρό τυμπανιστή και άλλα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Κι όταν έβλεπε ότι από την εξάντληση τον έπαιρνε ο ύπνος, ίσως για τελευταία φορά, τον σκουντούσε ελαφρά να συνέλθει και να μείνει ξύπνιος.
Ξημέρωσε έτσι η μέρα των Χριστουγέννων. Και τότε έγινε πραγματικά ένα θαύμα. Ο Γερμανός φοιτητής άρχισε να συνέρχεται και γιόρτασε τα Χριστούγεννα μαζί με τους άλλους ασθενείς και τους γιατρούς, που δεν πίστευαν στα μάτια τους για την ξαφνική βελτίωση της κατάστασής του. Σε μια βδομάδα μάλιστα του έδωσαν εξιτήριο.
Από τότε πέρασαν μερικά χρόνια. Η Αγγλία, όπως όλη η Ευρώπη, μπήκε στον πόλεμο με τη Γερμανία και η Εύα Γκόρντον επιστρατεύτηκε και στάλθηκε στην κατεχόμενη από Γερμανούς ναζί Νορβηγία να προσφέρει ιατρικές υπηρεσίες, επειδή ήξερε νορβηγικά και σκι.
Όμως, μια μέρα οι Γερμανοί την συνέλαβαν μαζί με άλλους Νορβηγούς. Κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και την οδήγησαν για εκτέλεση.
Εκείνη τη μέρα η Εύα προσευχήθηκε ο θάνατός της να είναι σύντομος και να μην τη βασανίσουν.
Όταν ήλθε η ώρα για την εκτέλεση, την έσπρωξαν σε ένα σκοτεινό ανακριτικό δωμάτιο. Εκεί την περίμενε ένας Γερμανός αξιωματικός, ο οποίος, όταν έμειναν μόνοι, έβγαλε το πιστόλι και τη σημάδεψε στο κεφάλι.
Την κοίταξε καλά στα μάτια για πολλή ώρα. Κατόπιν, χαμήλωσε το πιστόλι, έβγαλε το στρατιωτικό του πηλίκιο και της αποκαλύφθηκε. Ήταν ο παλιός φοιτητής που είχε νοσηλευτεί στο Λονδίνο.
Με έντονη συγκίνηση, αυτός ο σκληρός ναζί, με το πιστόλι στο χέρι της έδειξε μια μυστική πόρτα πίσω του, της χάρισε τη ζωή, και της είπε: «Σήκω, πήγαινε…Φύγε να σωθείς… Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που μου χάρισες στο Λονδίνο, εκεί στα επείγοντα στο νοσοκομείο…».
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2018
Γενναία Ψυχή
Όταν ήμουν στο στρατό, συχνά το πολυβολείο ήταν γεμάτο νερό, στον ασύρματο οι μπαταρίες ήθελαν αλλαγή, και ήταν πολύ δύσκολο, γιατί ήταν φορτωμένη η γραμμή. Προτιμούσα όμως να κάνω μόνος μου τη δουλειά, για να μην ταλαιπωρηθούν οι άλλοι και χαιρόμουν που το έκανα. Ο διοικητής μου έλεγε: «Είμαι αναπαυμένος και ήσυχος όταν κάνεις εσύ τη δουλειά, αλλά σε λυπάμαι. Πες σε κάποιον άλλον να πάει.» «Όχι, χαίρομαι, κύριε διοικητά», του έλεγα. Στη διλοχία ήταν ακόμη ένας ασυρματιστής, αλλά δεν τον άφηνα στις επιχειρήσεις να κουβαλήσει ούτε την μπαταρία ούτε τον ασύρματο, αν και ήταν βαριά, για να μη βρεθεί σε κίνδυνο. Με παρακαλούσε εκείνος: «Γιατί δεν μου τα δίνεις;» Εσύ έχεις γυναίκα και παιδιά», του έλεγα. Ο Θεός μας φύλαξε και τους δύο, δεν άφησε να σκοτωθεί, ούτε εκείνος ούτε εγώ.
Προτιμότερο είναι για έναν ευαίσθητο άνθρωπο να σκοτωθεί ο ίδιος μια φορά από αγάπη, για να προστατέψει τον πλησίον του, παρά να αμελήσει ή να δειλιάσει και ύστερα να σφάζεται συνέχεια από τη συνείδησή του σ’ όλη του τη ζωή. Μια φορά, στον ανταρτοπόλεμο, τότε με τις επιχειρήσεις, οι αντάρτες μας είχαν αποκλείσει έξω από ένα χωριό και οι στρατιώτες θα έριχναν κλήρο ποιος θα πάει στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπα. Αν πήγαινε κάποιος άπειρος ή απρόσεκτος, μπορεί και να σκοτωνόταν και θα με έτυπτε μετά η συνείδηση. «Καλύτερα, σκέφτηκα, να σκοτωθώ εγώ, παρά να σκοτωθεί ο άλλος και να με σκοτώνει η συνείδησή μου σε όλη μου τη ζωή. Πως θ’ αντέξω μετά; Θα μου λέει η συνείδησή μου, μπορούσες να τον γλιτώσεις, γιατί δεν το γλίτωσες;» «Νήστευα κιόλας και ήμουν νηστικός, τέλος πάντων.» Οπότε μου λέει ο διοικητής: «Και εγώ προτιμώ να πας εσύ που πιάνεις πουλιά στον αέρα, αλλά να τρως, για να έχεις αντοχή.» Πήρα το όπλο και ξεκίνησα. Οι αντάρτες με πέρασαν για δικό τους και με άφησαν να περάσω. Πήγα στο χωριό, ανέβηκα σε ένα διώροφο σπίτι. Μια γριά που ήταν εκεί μου έδωσε εφόδια και γύρισα πίσω στη διλοχία.
Γέροντας Παΐσιος, «Πως θα σώσουμε τα παιδιά μας», σελ. 297-299
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2018
Η Συγχώρηση Ενώνει
Στο τέλος της ευαγγελικής περικοπής (Ματθαίος 18:23-35), ο Χριστός επισημαίνει ότι η συγχώρηση των άλλων πρέπει να γίνεται, όχι μόνο με το στόμα, αλλά «από των καρδιών» ημών. Αξίζει να δούμε πώς προσδιορίζει τα τεκμήρια της καρδιακής συγχωρήσεως ο έμπειρος ιατρός και ανατόμος των ανθρώπινων παθών, ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, με το στόμα πνευματικής του θυγατέρας στο ακόλουθο περιστατικό: «Είχα συκοφαντηθεί από κάποιους συγγενείς. Δεν ανταλλάξαμε λόγια ούτε ύβρεις ούτε κόψαμε την καλημέρα. Εξομολογήθηκα στον Γέροντα την υπόθεση και του είπα ότι δεν ήθελα ανταλλαγή επισκέψεων. Πίστευα ότι δεν είχα τίποτα μαζί τους. Εκείνος όμως μου είπε: Όχι, παιδί μου. Αυτό δεν είναι αρκετό. Το πάθος μέσα σου ακόμη ζει. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να πας και να φιλοξενηθείς μια μέρα στο σπίτι της.»
Μου ήρθε κεραυνός. Πιο εύκολα θα έπινα το πιο πικρό φάρμακο, παρά να κάνω αυτό που μου είπε. Τότε κατάλαβα πόσο πάθος φώλιαζε μέσα μου. Όμως, έπρεπε να κάνω υπομονή. Με γόνατα που έτρεμαν πήγα στο σπίτι της. Η ευχή του Γέροντα τους φώτισε και με υποδέχθηκαν καλά, τόσο αυτή όσο και ο σύζυγός της και η μητέρα της. Στο τραπέζι έλεγα μέσα μου: «Διαβολική τριάδα! Εννοώντας τους φιλοξενούντες». Δεν περιγράφεται ο ψυχικός αγώνας εκείνης της ημέρας. Το μεσημέρι ξαπλώσαμε στο ίδιο δωμάτιο με τη συγγενή μου. Μόλις κοιμήθηκα, είδα τον σατανά δίπλα μου να μου λέει: «Εδώ ήρθες, ανόητη, να κοιμηθείς;» Ξύπνησα έντρομη και της λέω: «Είδα ένα κακό όνειρο.» Μου λέει κι αυτή: «Κι εγώ είδα ένα πολύ κακό όνειρο.» Ούτε της είπα τι είδα, ούτε τη ρώτησα τι είδε. Έλειπε ακόμα η οικειότητα. Σιγά - σιγά όμως επανήλθαμε στην προηγούμενη αδελφοσύνη και ξαναγίναμε, συν Θεώ, πολύ αγαπημένες.
Με τις ευχές του αγίου Νικολάου Πλανά ας ανεβαίνουμε σταθερά την ουρανοδρόμο κλίμακα της γνήσιας ανεξικακίας και της από καρδίας συγχωρήσεως των παραπτωμάτων των άλλων.
(Φωνή Κυρίου, 12 Αυγούστου 2018)
Ιούλιος - Αύγουστος 2018
Άλλο Πράγμα το Καθήκον και Άλλο Πράγμα η Αγάπη
Πάντα είχα την απορία, γιατί πρέπει, ως Ορθόδοξος Χριστιανός, να συνδέω την προσφορά προς τον συνάνθρωπο και τον εθελοντισμό με το Ευαγγέλιο; Υπάρχουν χιλιάδες εθελοντικές οργανώσεις που προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες προς τον συνάνθρωπο μας και οι οποίες κινούνται από υποχρέωση και καθήκον προσφοράς, χωρίς να γίνεται σύνδεσή τους με κάποια θρησκεία. Η απορία μου αυτή έμενε μετέωρη για πολλά χρόνια, μέχρι που ο Κύριος μου την έλυσε με το εξής περιστατικό:
Βρίσκομαι στο νοσοκομείο για να κρατήσω συντροφιά σε έναν εγκαταλειμμένο ασθενή, που βρίσκεται εκεί για πολλές ημέρες. Παιδιά δεν έχει και η σύζυγός του δυστυχώς είναι κατάκοιτη από άλτσχάϊμερ. Η μοναξιά τού πληγώνει την ψυχή αφάνταστα, περισσότερο από τον σωματικό του πόνο. Κάθομαι δίπλα του, κουβεντιάζω και τον ενθαρρύνω. Εκείνος μιλά μαζί μου για την ζωή του, αλλά κάποιες στιγμές παθαίνει παραισθήσεις και μου δείχνει πρόσωπα που δεν υπάρχουν στο δωμάτιο. Τα δάχτυλα των χεριών του κρατάνε την άκρη του σεντονιού και κινούνται νευρικά, ακατάπαυστα, σαν να θέλει να το σκίσει.
Ο ορθολογισμός μου, κινούμενος από καθήκον να του καλύψω την μοναξιά του και να του γλυκάνω τον ψυχικό του πόνο επί μιάμιση ώρα, δεν τον απάλλαξε από τη νευρική κίνηση των δακτύλων επάνω στο σεντόνι. Η ταραχή και ανησυχία του ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του. Κάποια στιγμή στοργικά του λέω: «Ηρεμήστε», τον σκεπάζω με το σεντόνι, του χαϊδεύω το στήθος και μετά το μέτωπο.
Τότε ακούω από τον ασθενή ένα «ευχαριστώ». Τα δάχτυλα του χεριού του ηρεμούν, το νευρικό του πρόσωπο γαληνεύει και βυθίζεται στον ύπνο. Τότε συνειδητοποιώ πως ό,τι δεν κατάφερα σε μιάμιση ώρα, το κατάφερα μέσα σε λίγα λεπτά.
Άλλο πράγμα το καθήκον και άλλο πράγμα η αγάπη. Το καθήκον, ο ανθρωπισμός, είναι προϊόντα του νου, ενώ η αγάπη είναι προϊόν της καρδιάς. Δύο κινήσεις της ψυχοσωματικής οντότητας του ανθρώπου, η πρώτη έχει όρια τη λογική, ενώ η δεύτερη δεν έχει κανένα όριο, διότι μπορεί να φτάσει μέχρι την αυτοθυσία. Να γιατί ο Χριστός επιπλήττει τη Μάρθα που «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά» ενώ για την αδελφή της λέει ότι «την αγαθή μερίδα εξελέξατο» (Λουκ. 10:41-42). Ο Χριστός δεν θέλει τους ανθρώπους του καθήκοντος, αλλά εκείνους της αυτοθυσίας, όπως και ο ίδιος θυσιάστηκε για τη δική μας σωτηρία.
(Ανώνυμο)
Μάιος - Ιούνιος 2018
Προετοιμασία για τη Μοναστική Ζωή
Ο Αρσένιος (π. Παΐσιος) προσπαθούσε να συνηθίσει τις συνθήκες της μοναχικής ζωής. Προτιμούσε τα άνοστα φαγητά. Δεν έβαζε αλάτι στο φαγητό, για να μην πίνει πολύ νερό. Έπλενε τα ρούχα του ο ίδιος. Δεν άφηνε την μητέρα και τις αδελφές του να τα πλένουν.
Μία περίοδο που πήγαινε με τα αδέλφια του και εργαζόταν στα χωράφια, σε ένα σημείο τους άφησε να προχωρήσουν και αυτός παρέμεινε πίσω. Από περιέργεια τον παρατήρησαν κρυφά και τι να δουν! Έβγαζε τα παπούτσια του και ξυπόλυτος περνούσε τρέχοντας ένα χωράφι με κομμένο τριφύλλι. Ήταν σαν να έτρεχε πάνω σε λεπτά καρφιά. Το κομμένο τριφύλλι τρυπούσε τα πόδια του και έμπαινε μέσα στις σάρκες. Αιμάτωναν τα πέλματα των ποδιών του. Υπέμενε όμως με χαρά τον πόνο μιμούμενος τους Μάρτυρες, όπως διάβαζε στα Συναξάρια, προσπαθώντας να γίνει και αυτός συγκοινωνός και συμμέτοχος των παθημάτων τους. Με τέτοιο μαρτυρικό φρόνημα και θείο έρωτα ήταν πυρακτωμένη η παιδική του ψυχή.
Είχε συνήθεια μια ημέρα την εβδομάδα να ανεβαίνει στο βουνό. Εκεί στην ησυχία περνούσε με νηστεία, προσευχή, μελέτη και μετάνοιες. Τον είλκυε η ησυχία και επιθυμούσε να αξιωθεί να ζήσει όπως οι ασκητές και οι ερημίτες. Μαζί του κρατούσε τον Σταυρό. «Είχα τέτοια πίστη τότε, που ανέβαινα στο βουνό με τον Σταυρό, που δεν φοβόμουν τίποτε».
Ο Ραφαήλ, ο μεγαλύτερός του αδερφός, βλέποντάς τον να επιδίδεται σε μεγάλους αγώνες, προσπαθούσε να τον εμποδίσει. Αλλά, ενώ μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών δεχόταν σιωπηλά την κηδεμονία του, τώρα «ύψωσε ανάστημα» και αντέδρασε. Έκτοτε δεν τόλμησε να τον εμποδίσει. Αργότερα, όταν τον συνάντησε ως μοναχό, του ζήτησε συγχώρεση. Οι γονείς όμως χαίρονταν και καμάρωναν τον Αρσένιο. Επειδή είχαν ευλάβεια, καταλάβαιναν τους αγώνες του και δεν ανησυχούσαν.
Ο Αρσένιος δεν αγωνιζόταν μόνο με νεανικό ενθουσιασμό, αλλά και με γεροντική σύνεση. Συνόδευε τις ασκήσεις του με πολλή προσοχή και αυτοέλεγχο. Κάθε ημέρα εξέταζε τον εαυτό του τι έκανε, πώς μίλησε, αν πλήγωσε κάποιον με την συμπεριφορά του.
(Γέροντας Παΐσιος, Ενωμένη Ρωμιοσύνη, σελ. 34,35)