Πάντα είχα την απορία, γιατί πρέπει, ως Ορθόδοξος Χριστιανός, να συνδέω την προσφορά προς τον συνάνθρωπο, τον εθελοντισμό με το Ευαγγέλιο; Υπάρχουν χιλιάδες εθελοντικές οργανώσεις που προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες προς τον συνάνθρωπο μας και οι οποίες κινούνται από υποχρέωση και καθήκον προσφοράς, χωρίς να γίνεται σύνδεσή των με κάποια θρησκεία. Η απορία μου αυτή έμενε μετέωρη για πολλά χρόνια, μέχρι που ο Κύριος μου την έλυσε με το εξής περιστατικό:
Βρίσκομαι στο νοσοκομείο για να κρατήσω συντροφιά σε ένα εγκαταλειμμένο ασθενή, που βρίσκεται εκεί για πολλές ημέρες. Παιδιά δεν έχει και η σύζυγός του δυστυχώς είναι κατάκοιτη από άλτσχάϊμερ. Η μοναξιά τού πληγώνει την ψυχή αφάνταστα, περισσότερο από τον σωματικό του πόνο. Κάθομαι δίπλα του, κουβεντιάζω και τον ενθαρρύνω. Εκείνος μιλά μαζί μου για την ζωή του, αλλά κάποιες στιγμές παθαίνει παραισθήσεις και μου δείχνει πρόσωπα που δεν υπάρχουν στο δωμάτιο. Τα δάχτυλα των χεριών του κρατάνε την άκρη του σεντονιού και κινούνται νευρικά, ακατάπαυστα, σαν να θέλει να το σκίσει η να το κάνει πτυχές.
Ο ορθολογισμός μου, κινούμενος από καθήκον να του καλύψω την μοναξιά του και να του γλυκάνω τον ψυχικό του πόνο επί μια και μισή ώρα, δεν τον απάλλαξε από τη νευρική κίνηση των δακτύλων επάνω στο σεντόνι. Η ταραχή και ανησυχία του ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο του. Κάποια στιγμή στοργικά του λέω «ηρεμήστε», τον σκεπάζω με το σεντόνι, του χαϊδεύω το στήθος και μετά το μέτωπο.
Τότε ακούω από τον ασθενή ένα «ευχαριστώ», τα δάχτυλα του χεριού του ηρεμούν, το νευρικό του πρόσωπο γαληνεύει και βυθίζεται στον ύπνο. Τότε συνειδητοποιώ πως ό,τι δεν κατάφερα σε μιάμιση ώρα, το κατάφερα μέσα σε λίγα λεπτά.
Άλλο πράγμα τον καθήκον, και άλλο πράγμα η αγάπη. Το καθήκον, ο ανθρωπισμός, είναι προϊόντα του νου, ενώ η αγάπη είναι προϊόν της καρδιάς. Δύο κινήσεις της ψυχοσωματικής οντότητας του ανθρώπου, η πρώτη έχει όρια τη λογική, ενώ η δεύτερη δεν έχει κανένα όριο, διότι μπορεί να φτάσει μέχρι την αυτοθυσία. Να γιατί ο Χριστός επιπλήττει τη Μάρθα που «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά» ενώ για την αδελφή της λέει ότι «την αγαθή μερίδα εξελέξατο» (Λουκ. 10:41-42). Ο Χριστός δεν θέλει τους ανθρώπους του καθήκοντος, αλλά εκείνους της αυτοθυσίας, όπως και ο ίδιος θυσιάστηκε για τη δική μας σωτηρία.
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2012
Ένα τρένο ταξίδευε. Όλοι οι επιβάτες είχαν πάει για να κοιμηθούν. Ένας μόνο βημάτιζε μέσα στο βαγόνι, κρατώντας στην αγκαλιά του ένα παιδί που έκλαιγε. Το χάιδευε, του μιλούσε τρυφερά και προσπαθούσε να το ησυχάσει, άλλα άδικα. Ένας άνδρας μπορεί να κατορθώσει πολλά, αλλά είναι ανίκανος σε μερικά πράγματα και μάλιστα όταν πρόκειται να αποκοιμίσει ένα παιδί που κλαίει. «Βγάλτε έξω από το βαγόνι αυτό το κλαψιάρικο». Ήταν η φωνή μιας γυναίκας που την ξύπνησε το παιδί. Σαν να έδωσε το σύνθημα, ξέσπασε την οργή του και ένας παχύς ταξιδιώτης που ροχάλιζε επί μιάμιση ώρα σε όλους τους τόνους και είπε: «Γιατί δεν πάτε το παιδί αυτό στη μητέρα του»; Και έτσι καθένας με τη σειρά του άρχισε να διαμαρτύρεται: «Είναι ανυπόφορο! Πού είναι ο υπάλληλος του τραίνου»;
Ο άνθρωπος που κρατούσε το παιδί σταμάτησε μια στιγμή ενώ τα χείλη του έτρεμαν. Ένας στεναγμός έπνιξε τη φωνή του. Έσφιξε το σωματάκι του παιδιού στο στήθος του και καταφίλησε τα δακρυσμένα ματάκια του. Έπειτα όταν επικράτησε μια στιγμή ησυχίας είπε: «Πόσο θα ήθελα να φέρω το παιδί αυτό στη μητέρα του! Δεν σταμάτησε να κλαίει από τότε που την εγκαταλείψαμε. Αλλά είναι αδύνατον, γιατί αυτή βρίσκεται στη σκευοφόρο, όπου αναπαύεται μέσα στο φέρετρό της. Τη μεταφέρουμε στην πατρίδα της, τον ωραίο ουρανό της οποίας είδαν τα μάτια της όταν ήταν παιδί και όπου θα περιμένει τον Κύριο να την αναστήσει. Αυτό το παιδί αναζητά την μητέρα του, την οποία θρηνούμε τόσο πολύ!» Και ο δυνατός εκείνος άνδρας άφησε ελεύθερα να τρέξουν τα δάκρυά του.
Σε πέντε λεπτά, δώδεκα γυναίκες ήταν γύρω από το παιδί. Μαζί κι ο παχύς ταξιδιώτης. Η συμπάθεια ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων.
«Συγνώμη, συγνώμη, δεν το ξέραμε. Πηγαίνετε να αναπαυτείτε κι εμείς θα το φροντίσουμε»! Μια γυναίκα πήρε το παιδί στην αγκαλιά της, το οποίο δεν άργησε να κοιμηθεί.
Πόσες φορές στη ζωή δεν θα ήμασταν περισσότερο πονετικοί, εάν μόνο γνωρίζαμε τις περιστάσεις του απέναντί μας! Και αν θα ήμασταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουμε τις ευκαιρίες μας, πόσες φορές θα μπορούσαμε να γλυκάνουμε τον πόνο των άλλων και να χύσουμε θείο βάλσαμο μέσα στις πληγωμένες καρδιές. Μόνο να το γνωρίζαμε!
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2012
Ναυάγια συμβαίνουν συχνά το χειμώνα, όταν ανεμοστρόβιλοι και τυφώνες σηκώνουν πελώρια, άγρια κύματα. Κάποια νύχτα, ένα καράβι βουλιάζει. Όλοι σχεδόν πνίγονται. Ένα παλικάρι εικοσάχρονο απροσδόκητα βρίσκεται πάνω σ’ ένα βράχο. Αρπάζει με τα δύο χέρια του ένα κομμάτι, μια προεξοχή βράχου. Ο αέρας ουρλιάζει, βρυχιούνται τα κύματα που τον κουκουλώνουν και απειλούν να τον στείλουν στα Τάρταρα. Εκείνος σφίγγει γερά το βράχο. Όλη τη νύχτα τα χέρια του σαν τανάλιες, κρατούν γερά το βράχο. Το πρωί έρχονται ναυαγοσωστικά πλοιάρια και ερευνούν προσεκτικά την περιοχή του ναυαγίου. Κάποιος με τα κιάλια ανακαλύπτει το γαντζωμένο στο βράχο νεαρό. Σε λίγο βρίσκεται σώος στο πλοίο. Κάνει το σταυρό του, δοξολογεί τον Θεό για τη σωτηρία του. Ένας ναύτης τον ρωτά.
- Νεαρέ δεν έτρεμες όλη τη νύχτα;
- Φυσικά!
- Και πώς άντεξες;
- Εγώ έτρεμα, αλλά ο βράχος δεν έτρεμε! Δεν βούλιαζε! Δεν χανόταν!
Όταν θλίψεις, σαν φουρτούνες, σε κουκουλώνουν, κράτα γερά το βράχο της πίστεως, τον Χριστό.
Συντροφιά με τον Χριστό λαχτάρησα να ζήσω, ώσπου να φτάσει η στερνή στιγμή να ξεψυχήσω!
Λέγε σταθερά, ασταμάτητα την ευχούλα «Κύριε Ιησού, Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό»!
(«Σ’ ευχαριστώ για τον πόνο», Θ. Κ. Βγόντζας, σελ. 138)
Ιούλιος - Αύγουστος 2012
Οι Πατέρες λένε πως η Εκκλησία είναι ένα μεγάλο Νοσοκομείο που εφημερεύει σε εικοσιτετράωρη βάση, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Ένα Νοσοκομείο που εφημερεύει για όλους. Για ασφαλισμένους και ανασφάλιστους. Για πλούσιους και για άπορους. Για επώνυμους και ανώνυμους και περιθωριακούς ανθρώπους.
Ένα μεγάλο Νοσοκομείο στο οποίο αντιμετωπίζεται κάθε νόσημα όσο βαθύ, όσο λοιμώδες και όσο θανατηφόρο και αν είναι. Ένα μεγάλο Νοσοκομείο στο οποίο μπαίνεις άρρωστος και βγαίνεις υγιής, όπως η αιμορροούσα.
Ιούλιος - Αύγουστος 2012
«Σε παρακαλώ, πατέρα, μην υπογράφεις. Σε ικετεύω, μην υπογράψεις αυτά τα χαρτιά».
Η παράκλησή μου αυτή οπωσδήποτε μεγάλωσε το άγχος και τη στενοχώρια του πατέρα μου. Δυστυχώς όμως δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να κρατάει το στυλό και να υπογράφει τα χαρτιά της οριστικής εκδόσεως του διαζυγίου με τη μητέρα μου. Έτσι, γκρεμίστηκε ο κόσμος γύρω μου και μαζί του κι εγώ.